Anonymous

εὐδαίμων: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (ΑΜ [[εὐδαίμων]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[τύχη]], ο [[ευτυχής]]<br /><b>2.</b> ο αληθινά [[ευτυχισμένος]] («[[εὐδαίμων]] [[βίος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευκατάστατος]], [[πλούσιος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐδαίμων]] [[Ἀραβία]]» — η εύφορη [[περιοχή]] της Αραβίας<br /><b>αρχ.</b><br />το ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ εὔδαιμον</i><br />η [[ευδαιμονία]] («τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον» — η αληθινή [[ευτυχία]] [[είναι]] η [[ελευθερία]], <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]] «[[τύχη]]»].
|mltxt=-ον (ΑΜ [[εὐδαίμων]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[τύχη]], ο [[ευτυχής]]<br /><b>2.</b> ο αληθινά [[ευτυχισμένος]] («[[εὐδαίμων]] [[βίος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευκατάστατος]], [[πλούσιος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐδαίμων]] [[Ἀραβία]]» — η εύφορη [[περιοχή]] της Αραβίας<br /><b>αρχ.</b><br />το ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ εὔδαιμον</i><br />η [[ευδαιμονία]] («τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον» — η αληθινή [[ευτυχία]] [[είναι]] η [[ελευθερία]], <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]] «[[τύχη]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐδαίμων:''' -ον, <b class="num">1.</b> ευλογημένος από τον θεό· απ' όπου, [[τυχερός]], [[ευτυχισμένος]], [[μακάριος]], Λατ. [[felix]], σε Ησίοδ., Θέογν., Τραγ. κ.λπ.· τὸ εὔδαιμον = [[εὐδαιμονία]], σε Θουκ.· επίρρ. -[[μόνως]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για εξωτερική [[ευτυχία]], [[τυχερός]], [[πλούσιος]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
}}