Anonymous

ἐξεταστής: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. εξετάστρια) (AM [[ἐξεταστής]]) [[εξετάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξετάζει την [[απόδοση]] μαθητών, υποψηφίων κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει την [[τάση]] να ελέγχει τους άλλους<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κριτής]], [[δικαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελεγκτής]] δημόσιων λογαριασμών<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) αυτός που είχε ως [[καθήκον]] να ελέγχει τη [[μισθοδοσία]] τών μισθοφορικών στρατευμάτων.
|mltxt=ο (θηλ. εξετάστρια) (AM [[ἐξεταστής]]) [[εξετάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξετάζει την [[απόδοση]] μαθητών, υποψηφίων κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει την [[τάση]] να ελέγχει τους άλλους<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κριτής]], [[δικαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελεγκτής]] δημόσιων λογαριασμών<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) αυτός που είχε ως [[καθήκον]] να ελέγχει τη [[μισθοδοσία]] τών μισθοφορικών στρατευμάτων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξεταστής:''' -οῦ, ὁ ([[ἐξετάζω]]), [[ανακριτής]], [[επιθεωρητής]], σε Πλούτ.· στην Αθήνα, ο [[ταμίας]], σε Αισχίν.
}}
}}