Anonymous

θυμαρής: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυμαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στην [[καρδιά]], [[ευάρεστος]], [[τερπνός]], [[αγαπητός]], [[ευφρόσυνος]] («[[σκῆπτρον]] θυμαρὲς ἔδωκεν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρής</i> <span style="color: red;"><</span> [[αραρίσκω]] «[[ταιριάζω]]»].
|mltxt=[[θυμαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στην [[καρδιά]], [[ευάρεστος]], [[τερπνός]], [[αγαπητός]], [[ευφρόσυνος]] («[[σκῆπτρον]] θυμαρὲς ἔδωκεν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρής</i> <span style="color: red;"><</span> [[αραρίσκω]] «[[ταιριάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῡμᾱρής:''' -ές, (βλ. -[[ήρης]]), αυτός που ταιριάζει στην [[καρδιά]], δηλ. ο [[ευχαριστημένος]], [[προσφιλής]], [[αγαπημένος]], σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ., στον τύπο <i>θυμῆρες</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}