Anonymous

μυσταγωγός: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ὁ (Α [[μυσταγωγός]], -όν)<br />αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο [[κατηχητής]] («ἱερεῑς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῑς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, <i>η [[μυσταγωγός]]<br />[[άτομο]] που αφιερώνει τη ζωή και τη [[δράση]] του στην [[υπηρεσία]] μιας επιστήμης ή τέχνης, που πρωτοστατεί στη [[διδασκαλία]] και τη [[μετάδοση]] στο κοινό μιας υψηλής ιδέας ή ηθικής αρχής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διδάσκαλος]], [[οδηγός]], [[καθοδηγητής]]<br /><b>2.</b> (στη [[Σικελία]]) ο [[περιηγητής]] που καταγινόταν [[ιδίως]] με την [[έρευνα]] και [[εξήγηση]] τών σχετικών με τους ναούς<br /><b>3.</b> [[ιερέας]] τών χριστιανών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύστης]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-[[αγωγός]])].
|mltxt=-ὁ (Α [[μυσταγωγός]], -όν)<br />αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο [[κατηχητής]] («ἱερεῑς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῑς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, <i>η [[μυσταγωγός]]<br />[[άτομο]] που αφιερώνει τη ζωή και τη [[δράση]] του στην [[υπηρεσία]] μιας επιστήμης ή τέχνης, που πρωτοστατεί στη [[διδασκαλία]] και τη [[μετάδοση]] στο κοινό μιας υψηλής ιδέας ή ηθικής αρχής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διδάσκαλος]], [[οδηγός]], [[καθοδηγητής]]<br /><b>2.</b> (στη [[Σικελία]]) ο [[περιηγητής]] που καταγινόταν [[ιδίως]] με την [[έρευνα]] και [[εξήγηση]] τών σχετικών με τους ναούς<br /><b>3.</b> [[ιερέας]] τών χριστιανών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύστης]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-[[αγωγός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μυστᾰγωγός:''' ὁ ([[μύστης]], [[ἄγω]]), αυτός που εισάγει στα μυστήρια, [[μυσταγωγός]], σε Πλούτ.
}}
}}