Anonymous

ναυσιφόρητος: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ναυσιφόρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που μεταφέρεται από [[πλοίο]] («ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι [[πρῶτα]] [[χάρις]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ναυσί</i> του [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φορητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φορῶ</i>)].
|mltxt=[[ναυσιφόρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που μεταφέρεται από [[πλοίο]] («ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι [[πρῶτα]] [[χάρις]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ναυσί</i> του [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φορητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φορῶ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ναυσῐφόρητος:''' -ον, αυτός που μεταφέρεται με [[πλοίο]], αυτός που πλέει, σε Πίνδ.
}}
}}