3,277,068
edits
(35) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πυκνός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. [[πυκινός]], -ή, -όν, αιολ. τ. πύκνος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός του οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ [[κοντά]] [[μεταξύ]] τους, [[συμπαγής]], [[σφιχτός]], [[κρουστός]] (α. «πυκνή ύφανση» β. «χλαῑναν πυκινὴν καὶ μεγάλην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παχύρρευστος]]<br /><b>3.</b> (για [[πλήθος]] πραγμάτων που βρίσκονται πολύ [[κοντά]] [[μεταξύ]] τους) συγκεντρωμένος, συνεπτυγμένος (α. «[[πυκνά]] δόντια» β. «σταυροῑσι πυκινοῑσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[πτέρωμα]], ή μαλλιά) [[δασύς]] («πυκναὶ [[τρίχες]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[άφθονος]], [[πλούσιος]] (α. «πυκνό [[φύλλωμα]]» β. «πυκνό [[δάσος]]» γ. «πυκινὴ [[λόχμη]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[βροχή]], [[χιόνι]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που πέφτει με πολλές σταγόνες, νιφάδες κ.λπ. («[[χιόνι]] πυκνό κι [[αγέρας]]», Κρυστ.)<br /><b>7.</b> (για [[πράξη]] που επαναλαμβάνεται [[συχνά]]) [[αλλεπάλληλος]], [[συνεχής]], [[απανωτός]] (α. «[[πυκνά]] [[πυρά]]» β. «τῶν πυκνῶν φιλημάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> (για [[αναπνοή]] ή για σφυγμό) [[ταχύς]], γρήγορος («πνεῡμα πυκνότερον», Ιπποκρ.)<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυκνό</i>(<i>ν</i>)<br />α) (για ύφος συγγραφέα) [[περιεκτικότητα]], [[συντομία]]<br />β) η [[περίπτωση]], στην αρχαία ελληνική [[μουσική]], διαστηματικών διαδοχών σε ένα τετράχορδο [[κατά]] την οποία το [[άθροισμα]] τών λόγων τών δύο μικρότερων διαστημάτων [[είναι]] μικρότερο από τον λόγο του τρίτου διαστήματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκοτάδι]], [[ομίχλη]], [[νέφος]]) [[αδιαπέραστος]], [[πηχτός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πυκνό ύφος» — το ύφος στο οποίο [[πολλά]] διανοήματα περιέχονται στην [[ίδια]] [[λέξη]] ή [[έκφραση]], το περιεκτικό, το συνοπτικό ύφος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στερεά]] συναρμοσμένος, ο καλά κλεισμένος («πυκινὰς θύρας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> περιορισμένος σε [[έκταση]], [[στενός]] («διέρχεται... ἀρκέουσα [[ἰκμάς]]... πυκνῆς τῆς ὁδοῡ ἐούσης», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) κοντόχοντρη<br /><b>4.</b> [[υπέρμετρος]], [[υπερβολικός]] («πυκινὸν [[ἄχος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε [[συνεκφορά]] με τα <i>νοῡς</i>, [[φρήν]], [[διάνοια]], [[μῆτις]] <b>κ.ά.</b>) [[συνετός]], [[σώφρων]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευφυής]], [[επιδέξιος]]<br /><b>7.</b> (για ιδέες, λόγους, πράξεις) [[φρόνιμος]] («πυκινὸν [[ἔπος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[σκοτεινός]], ύπουλος («πυκινὸν [[λόχον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πυκνώς]] / <i>πυκνῶς</i> ΝΜΑ, και [[πυκνά]] ΝΑ, και [[πυκνόν]] και ποιητ. τ. <i>πυκινῶς</i> και <i>πυκινόν</i> και [[πυκινά]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με [[πυκνότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συχνά]] [[πυκνά]]» — συχνότατα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στερεά]] («θύραι πυκινῶς ἀραρυῑαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> σφοδρά, ισχυρά<br /><b>3.</b> [[συχνά]]<br /><b>4.</b> με τρόπο έξυπνο ή συνετό, [[φρόνιμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι τ. [[πύκα]] (τ. σχηματισμένος [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>α</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>n</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σάφα]]), <i>πυκ</i>-<i>νός</i>, [[πυκινός]], παρουσιάζουν παράλληλο σχηματισμό με τα: [[θαμά]], [[θάμνος]], [[θαμινός]]. Το συνθ. <i>πυκι</i>-<i>μηδής</i>, εξάλλου, εμφανίζει [[μορφή]] α' συνθετικού με φωνηεντισμό -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>λαθι</i>-<i>κηδής</i>, <i>πυρι</i>-<i>γενής</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>αργι</i>-) και [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] από το <i>πυκι</i>-<i>μηδής</i> έχει προέλθει ο τ. <i>πυκι</i>-<i>νός</i>, ενώ κατ' άλλους [[αρχικός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[πυκινός]], από όπου ο τ. [[πυκνός]] με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i>-. Όσον αφορά στην ετυμολόγηση τών τ. έχει προταθεί η [[σύνδεση]] τους με τη λ. <i>ἄμ</i>-<i>πυξ</i> «[[διάδημα]]» και το αβεστ. <i>pus</i><i>ā</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>puk</i>- «[[συνωθώ]], [[περικλείω]], [[περικυκλώνω]]»), [[υπόθεση]] που θα ταίριαζε με τη σημ. τών [[πύκα]] / [[πυκάζω]]. Η μτφ. [[χρήση]], [[τέλος]], του επιθ. [[πυκνός]] με σημ. «[[ισχυρός]], [[οξύς]]» και «[[φρόνιμος]], [[συνετός]], [[γερός]]» οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν τη [[σύνδεση]] της λ. με την [[οικογένεια]] του [[πεύκη]] (<b>πρβλ.</b> [[πευκάλιμος]]«[[οξύς]], [[έξυπνος]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πυκνότης]](-<i>ητα</i>), <i>πυκνώ</i>(-<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυκνάκις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πυκνάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πύκνα]], [[πυκνάδα]], [[πυκνερός]], [[πυκνιά]], [[πυκνίλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πυκνόδους]], [[πυκνόστυλος]], [[πυκνόφυλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυκνάρμων]], [[πυκνόβλαστος]], [[πυκνογαμία]], [[πυκνογόνατος]], [[πυκνόθριξ]], [[πυκνόκαρπος]], [[πυκνοκίνδυνος]], [[πυκνονεφής]], [[πυκνοπλοώ]], [[πυκνοπνεύματος]], [[πυκνόπνοια]], [[πυκνόπορος]], [[πυκνόπτερος]], [[πυκνορράξ]], <i>πυκνόρρίζος</i>, [[πυκνόσαρκος]], [[πυκνόσπορος]], [[πυκνόστικτος]], <i>πυκνοσφιξία</i>, [[πυκνόφθαλμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πυκνοέθειρος]], [[πυκνοκέντητος]], [[πυκνόκλωστος]], [[πυκνοποιώ]], [[πυκνόπυργος]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[πυκνοδεντριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πυκναραδιασμένος]], [[πυκνογραμμένος]], [[πυκνοζύμη]], [[πυκνοήσκιωτος]], [[πυκνοκατοικούμαι]], [[πυκνοληψία]], [[πυκνόμαλλος]], [[πυκνόμετρο]], [[πυκνόρρευστος]], [[πυκνότριχος]], [[πυκνοϋφασμένος]], [[πυκνοφρύδης]], [[πυκνοφυτεύω]]. (Β' συνθετικό) [[ισόπυκνος]], [[κατάπυκνος]], [[σύμπυκνος]], [[υπέρπυκνος]], [[υπόπυκνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άπυκνος]], [[βαρύπυκνος]], [[διάπυκνος]], [[ομοιόπυκνος]], [[οξύπυκνος]], [[παράπυκνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ολόπυκνος</i>, [[υψίπυκνος]]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[πυκνός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. [[πυκινός]], -ή, -όν, αιολ. τ. πύκνος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός του οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ [[κοντά]] [[μεταξύ]] τους, [[συμπαγής]], [[σφιχτός]], [[κρουστός]] (α. «πυκνή ύφανση» β. «χλαῑναν πυκινὴν καὶ μεγάλην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παχύρρευστος]]<br /><b>3.</b> (για [[πλήθος]] πραγμάτων που βρίσκονται πολύ [[κοντά]] [[μεταξύ]] τους) συγκεντρωμένος, συνεπτυγμένος (α. «[[πυκνά]] δόντια» β. «σταυροῑσι πυκινοῑσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[πτέρωμα]], ή μαλλιά) [[δασύς]] («πυκναὶ [[τρίχες]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[άφθονος]], [[πλούσιος]] (α. «πυκνό [[φύλλωμα]]» β. «πυκνό [[δάσος]]» γ. «πυκινὴ [[λόχμη]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[βροχή]], [[χιόνι]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που πέφτει με πολλές σταγόνες, νιφάδες κ.λπ. («[[χιόνι]] πυκνό κι [[αγέρας]]», Κρυστ.)<br /><b>7.</b> (για [[πράξη]] που επαναλαμβάνεται [[συχνά]]) [[αλλεπάλληλος]], [[συνεχής]], [[απανωτός]] (α. «[[πυκνά]] [[πυρά]]» β. «τῶν πυκνῶν φιλημάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> (για [[αναπνοή]] ή για σφυγμό) [[ταχύς]], γρήγορος («πνεῡμα πυκνότερον», Ιπποκρ.)<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυκνό</i>(<i>ν</i>)<br />α) (για ύφος συγγραφέα) [[περιεκτικότητα]], [[συντομία]]<br />β) η [[περίπτωση]], στην αρχαία ελληνική [[μουσική]], διαστηματικών διαδοχών σε ένα τετράχορδο [[κατά]] την οποία το [[άθροισμα]] τών λόγων τών δύο μικρότερων διαστημάτων [[είναι]] μικρότερο από τον λόγο του τρίτου διαστήματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκοτάδι]], [[ομίχλη]], [[νέφος]]) [[αδιαπέραστος]], [[πηχτός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πυκνό ύφος» — το ύφος στο οποίο [[πολλά]] διανοήματα περιέχονται στην [[ίδια]] [[λέξη]] ή [[έκφραση]], το περιεκτικό, το συνοπτικό ύφος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στερεά]] συναρμοσμένος, ο καλά κλεισμένος («πυκινὰς θύρας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> περιορισμένος σε [[έκταση]], [[στενός]] («διέρχεται... ἀρκέουσα [[ἰκμάς]]... πυκνῆς τῆς ὁδοῡ ἐούσης», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) κοντόχοντρη<br /><b>4.</b> [[υπέρμετρος]], [[υπερβολικός]] («πυκινὸν [[ἄχος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε [[συνεκφορά]] με τα <i>νοῡς</i>, [[φρήν]], [[διάνοια]], [[μῆτις]] <b>κ.ά.</b>) [[συνετός]], [[σώφρων]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευφυής]], [[επιδέξιος]]<br /><b>7.</b> (για ιδέες, λόγους, πράξεις) [[φρόνιμος]] («πυκινὸν [[ἔπος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[σκοτεινός]], ύπουλος («πυκινὸν [[λόχον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πυκνώς]] / <i>πυκνῶς</i> ΝΜΑ, και [[πυκνά]] ΝΑ, και [[πυκνόν]] και ποιητ. τ. <i>πυκινῶς</i> και <i>πυκινόν</i> και [[πυκινά]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με [[πυκνότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συχνά]] [[πυκνά]]» — συχνότατα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στερεά]] («θύραι πυκινῶς ἀραρυῑαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> σφοδρά, ισχυρά<br /><b>3.</b> [[συχνά]]<br /><b>4.</b> με τρόπο έξυπνο ή συνετό, [[φρόνιμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι τ. [[πύκα]] (τ. σχηματισμένος [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>α</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>n</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σάφα]]), <i>πυκ</i>-<i>νός</i>, [[πυκινός]], παρουσιάζουν παράλληλο σχηματισμό με τα: [[θαμά]], [[θάμνος]], [[θαμινός]]. Το συνθ. <i>πυκι</i>-<i>μηδής</i>, εξάλλου, εμφανίζει [[μορφή]] α' συνθετικού με φωνηεντισμό -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>λαθι</i>-<i>κηδής</i>, <i>πυρι</i>-<i>γενής</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>αργι</i>-) και [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] από το <i>πυκι</i>-<i>μηδής</i> έχει προέλθει ο τ. <i>πυκι</i>-<i>νός</i>, ενώ κατ' άλλους [[αρχικός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[πυκινός]], από όπου ο τ. [[πυκνός]] με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i>-. Όσον αφορά στην ετυμολόγηση τών τ. έχει προταθεί η [[σύνδεση]] τους με τη λ. <i>ἄμ</i>-<i>πυξ</i> «[[διάδημα]]» και το αβεστ. <i>pus</i><i>ā</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>puk</i>- «[[συνωθώ]], [[περικλείω]], [[περικυκλώνω]]»), [[υπόθεση]] που θα ταίριαζε με τη σημ. τών [[πύκα]] / [[πυκάζω]]. Η μτφ. [[χρήση]], [[τέλος]], του επιθ. [[πυκνός]] με σημ. «[[ισχυρός]], [[οξύς]]» και «[[φρόνιμος]], [[συνετός]], [[γερός]]» οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν τη [[σύνδεση]] της λ. με την [[οικογένεια]] του [[πεύκη]] (<b>πρβλ.</b> [[πευκάλιμος]]«[[οξύς]], [[έξυπνος]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πυκνότης]](-<i>ητα</i>), <i>πυκνώ</i>(-<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυκνάκις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πυκνάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πύκνα]], [[πυκνάδα]], [[πυκνερός]], [[πυκνιά]], [[πυκνίλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πυκνόδους]], [[πυκνόστυλος]], [[πυκνόφυλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυκνάρμων]], [[πυκνόβλαστος]], [[πυκνογαμία]], [[πυκνογόνατος]], [[πυκνόθριξ]], [[πυκνόκαρπος]], [[πυκνοκίνδυνος]], [[πυκνονεφής]], [[πυκνοπλοώ]], [[πυκνοπνεύματος]], [[πυκνόπνοια]], [[πυκνόπορος]], [[πυκνόπτερος]], [[πυκνορράξ]], <i>πυκνόρρίζος</i>, [[πυκνόσαρκος]], [[πυκνόσπορος]], [[πυκνόστικτος]], <i>πυκνοσφιξία</i>, [[πυκνόφθαλμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πυκνοέθειρος]], [[πυκνοκέντητος]], [[πυκνόκλωστος]], [[πυκνοποιώ]], [[πυκνόπυργος]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[πυκνοδεντριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πυκναραδιασμένος]], [[πυκνογραμμένος]], [[πυκνοζύμη]], [[πυκνοήσκιωτος]], [[πυκνοκατοικούμαι]], [[πυκνοληψία]], [[πυκνόμαλλος]], [[πυκνόμετρο]], [[πυκνόρρευστος]], [[πυκνότριχος]], [[πυκνοϋφασμένος]], [[πυκνοφρύδης]], [[πυκνοφυτεύω]]. (Β' συνθετικό) [[ισόπυκνος]], [[κατάπυκνος]], [[σύμπυκνος]], [[υπέρπυκνος]], [[υπόπυκνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άπυκνος]], [[βαρύπυκνος]], [[διάπυκνος]], [[ομοιόπυκνος]], [[οξύπυκνος]], [[παράπυκνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ολόπυκνος</i>, [[υψίπυκνος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πυκνός:''' -ή, -όν, Επικ. πῠκῐνός, -ή, -όν ([[πύξ]])· Α. [[πυκνός]], [[συμπυκνωμένος]], απ' όπου,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για τη [[σύσταση]] ενός πράγματος, [[πυκνός]], [[στερεός]], [[συμπαγής]], αντίθ. προς αυτό που είναι χαλαρό και πορώδες ([[μανός]], [[ἀραιός]]), σε Όμηρ.· πυκινὸν [[λέχος]], το [[καλά]] γεμισμένο [[στρώμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμπαγής]], [[πυκνός]], [[σφιχτός]], [[αδιαπέραστος]], στον ίδ.· λέγεται για τα φτερά που έχει το [[θαλασσοπούλι]], στον ίδ.· λέγεται για το [[φύλλωμα]], στον ίδ.· λέγεται για τη [[βροχή]] από βέλη ή πέτρες, στον ίδ., Ηρόδ.· λέγεται για τα μαλλιά, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνός]], [[πολύς]], Λατ. [[creber]], στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> τοποθετημένος σωστά, [[συμπαγής]], ασφαλισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">IV.</b>[[κλειστός]], κρυμμένος, [[κρυφός]], [[δόλος]], στο ίδ.<br /><b class="num">V.</b> γενικά, [[ισχυρός]] στο είδος του, [[φοβερός]], [[πολύς]], [[υπέρμετρος]], [[ἄτη]], στο ίδ.<br /><b class="num">VI.</b> μεταφ., λέγεται για το νου, [[ευφυής]], [[συνετός]], [[σοφός]], σε Όμηρ.· <i>πυκινοί</i>, οι σοφοί, σε Σοφ.· λέγεται για τον πανούργο, σε Αριστοφ.<b>Β. I. 1.</b> επίρρ. [[πυκινῶς]], και [[μετά]] τον Όμηρο, [[πυκνῶς]], <i>θύραι</i> ή σανίδες [[πυκινῶς]] ἀραρυῖαι, γερά ή στερεά κλεισμένες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πάρα]] [[πολύ]], [[συνεχώς]], [[πολύ]], [[λίαν]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με ευφυία, με [[εξυπνάδα]], με [[πανουργία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[Όμηρος]] χρησιμ. επίσης τα ουδ. [[πυκνόν]] και [[πυκνά]], <i>πυκινόν</i> και [[πυκινά]] ως επίρρ., [[πολύ]] [[συχνά]]· ομοίως επίσης στην Αττ.· συγκρ. <i>πυκνότερον</i>, <i>πυκνότερα</i>· υπερθ. <i>πυκνότατα</i>·<br /><b class="num">III. 1.</b> ποιητ. επίρρ. [[πύκα]] (˘˘), όπως αν προερχόταν από το <i>πύκος</i>, [[δυνατά]], στερεά, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πύκα]] βάλλετο, με βέλη που ρίχνονται [[πυκνά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> προσεκτικά, επιμελώς, στο ίδ.<br /><b class="num">• [[πυκνός]]:</b> γεν. του [[πνύξ]]. | |||
}} | }} |