3,273,093
edits
(19) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάπη]], ἡ (Α)<br />η [[φάτνη]] («ἐφ' ἱππίῃσι κάπῃσι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το ρ. [[κάπτω]] και ανάγεται κι αυτή στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>kap</i> «[[λαμβάνω]], [[πιάνω]]»]. | |mltxt=[[κάπη]], ἡ (Α)<br />η [[φάτνη]] («ἐφ' ἱππίῃσι κάπῃσι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το ρ. [[κάπτω]] και ανάγεται κι αυτή στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>kap</i> «[[λαμβάνω]], [[πιάνω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάπη:''' [ᾰ], Επικ. δοτ. πληθ. <i>κάπῃσι</i>· (βλ. [[κάπτω]])· [[φάτνη]] για την [[τροφή]] των ζώων, παχνί, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |