Anonymous

πρόξενος: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, ΝΜΑ, και [[πρόξενος]], -ον ΜΑ, και ιων. τ. [[πρόξεινος]] και κρητ. τ. [[πρόξηνος]], Α<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που προξενεί [[κάτι]], ο [[αίτιος]] για [[κάτι]], αυτός στον οποίο οφείλεται [[κάτι]], [[υπαίτιος]] (α. «[[πρόξενος]] αναταραχής» β. «[[πρόξενος]] κακῶν», Ρούφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κυβερνητικός]] [[λειτουργός]] ενός κράτους τοποθετημένος σε [[ξένη]] [[επικράτεια]], που έχει περιορισμένες ασυλίες και προνόμια, όπως του απαραβίαστου του προσώπου και της μη υπαγωγής στις δικαιοδοσίες τών τοπικών δικαστηρίων και του οποίου κυριότερα καθήκοντα [[είναι]] η [[προστασία]] τών συμφερόντων του κράτους αποστολής και τών υπηκόων του, η [[ανάπτυξη]] τών εμπορικών, οικονομικών, πνευματικών και επιστημονικών σχέσεων, η [[έκδοση]] και [[ανανέωση]] διαβατηρίων και η [[χορήγηση]] και [[ανανέωση]] θεώρησης εισόδου στο [[κράτος]] αποστολής, η [[τέλεση]] συμβολαιογραφικών και ληξιαρχικών πράξεων, η [[διαφύλαξη]] τών συμφερόντων τών φυσικών και νομικών προσώπων ιθαγένειας του κράτους αποστολής, η [[αντιπροσώπευση]] τών συμφερόντων τών υπηκόων του κράτους αποστολής, η [[άσκηση]] ελέγχου και εποπτείας και η [[παροχή]] συνδρομής στα πλοία και στα αεροσκάφη της χώρας αποστολής [[καθώς]] και στα πληρώματά τους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τακτικός]] [[πρόξενος]]» ή «[[έμμισθος]] [[πρόξενος]]» — [[πρόξενος]], [[υπήκοος]] της χώρας που αντιπροσωπεύει, στον οποίο απαγορεύεται να ασκήσει [[άλλο]] [[επάγγελμα]]<br />β) «[[επίτιμος]] [[πρόξενος]]» ή «[[άμισθος]] [[πρόξενος]]» — [[άτομο]] που ασκεί τα καθήκοντα προξένου, [[χωρίς]] να [[είναι]] υποχρεωτικά [[υπήκοος]] της χώρας που εκπροσωπεί, δεν μισθοδοτείται και μπορεί να ασκεί [[άλλο]] [[επάγγελμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που βοηθάει να γίνει [[κάτι]], που συντελεί σε [[κάτι]] (α. «βωμοὶ τῶν εἰδώλων πρόξενοι δυσσεβείας», Θεοδώρ.<br />β. «τεῡχος... πρόξενον εὐφραδίας», Αλκίφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[δημόσιος]] [[ξένος]], [[επίσημος]] [[φίλος]] της πόλεως, που ανακηρυσσόταν με επίσημη [[απόφαση]] («[[εἶναι]] πρόξενον τοῦ δήμου τῶν Ἀθηναίων Στράτωνα τὸν Σιδῶνος [[βασιλέα]] καὶ αὐτὸν καὶ ἐκγόνους», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> αναγνωρισμένος [[επίσημα]] [[αντιπρόσωπος]] ξένης χώρας - πόλεως που φρόντιζε για τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τών υπηκόων της (α. «Θουκυδίδου τοῡ Φαρσαλίου τοῡ προξένου τῆς πόλεως παρόντος», <b>Θουκ.</b><br />β. «Μιλτιάδην τὸν Κίμωνος... πρόξενον [[ὄντα]] Λακεδαιμονίων», Ανδοκ.)<br /><b>3.</b> [[επίσημος]] [[απεσταλμένος]] ξένων ηγεμόνων, [[μέλος]] διπλωματικών αποστολών («Τιμησίθεον τὸν Τραπεζούντιον πρόξενον [[ὄντα]] τῶν Μοσσυνοίκων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[πόλη]] που αντιπροσωπεύει μια [[άλλη]] [[πόλη]] («[[εἶμεν]] τὰν πόλιν τῶν Δελφῶν πρόξενον τᾱς πόλιος τῶν Σαρδιανῶν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η [[φιλοξενία]] τών ξένων («[[εἴσω]] προξένων μέθες [[πόδα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[δημόσιος]] [[υπάλληλος]], [[αρμόδιος]] για την [[καταγραφή]] διαθηκών<br /><b>7.</b> [[προστάτης]], [[βοηθός]] («φρόντισον καὶ γενοῡ πανδίκως εὐσεβὴς [[πρόξενος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ξένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>ξενος</i>)].
|mltxt=ο, η, ΝΜΑ, και [[πρόξενος]], -ον ΜΑ, και ιων. τ. [[πρόξεινος]] και κρητ. τ. [[πρόξηνος]], Α<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που προξενεί [[κάτι]], ο [[αίτιος]] για [[κάτι]], αυτός στον οποίο οφείλεται [[κάτι]], [[υπαίτιος]] (α. «[[πρόξενος]] αναταραχής» β. «[[πρόξενος]] κακῶν», Ρούφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κυβερνητικός]] [[λειτουργός]] ενός κράτους τοποθετημένος σε [[ξένη]] [[επικράτεια]], που έχει περιορισμένες ασυλίες και προνόμια, όπως του απαραβίαστου του προσώπου και της μη υπαγωγής στις δικαιοδοσίες τών τοπικών δικαστηρίων και του οποίου κυριότερα καθήκοντα [[είναι]] η [[προστασία]] τών συμφερόντων του κράτους αποστολής και τών υπηκόων του, η [[ανάπτυξη]] τών εμπορικών, οικονομικών, πνευματικών και επιστημονικών σχέσεων, η [[έκδοση]] και [[ανανέωση]] διαβατηρίων και η [[χορήγηση]] και [[ανανέωση]] θεώρησης εισόδου στο [[κράτος]] αποστολής, η [[τέλεση]] συμβολαιογραφικών και ληξιαρχικών πράξεων, η [[διαφύλαξη]] τών συμφερόντων τών φυσικών και νομικών προσώπων ιθαγένειας του κράτους αποστολής, η [[αντιπροσώπευση]] τών συμφερόντων τών υπηκόων του κράτους αποστολής, η [[άσκηση]] ελέγχου και εποπτείας και η [[παροχή]] συνδρομής στα πλοία και στα αεροσκάφη της χώρας αποστολής [[καθώς]] και στα πληρώματά τους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τακτικός]] [[πρόξενος]]» ή «[[έμμισθος]] [[πρόξενος]]» — [[πρόξενος]], [[υπήκοος]] της χώρας που αντιπροσωπεύει, στον οποίο απαγορεύεται να ασκήσει [[άλλο]] [[επάγγελμα]]<br />β) «[[επίτιμος]] [[πρόξενος]]» ή «[[άμισθος]] [[πρόξενος]]» — [[άτομο]] που ασκεί τα καθήκοντα προξένου, [[χωρίς]] να [[είναι]] υποχρεωτικά [[υπήκοος]] της χώρας που εκπροσωπεί, δεν μισθοδοτείται και μπορεί να ασκεί [[άλλο]] [[επάγγελμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που βοηθάει να γίνει [[κάτι]], που συντελεί σε [[κάτι]] (α. «βωμοὶ τῶν εἰδώλων πρόξενοι δυσσεβείας», Θεοδώρ.<br />β. «τεῡχος... πρόξενον εὐφραδίας», Αλκίφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[δημόσιος]] [[ξένος]], [[επίσημος]] [[φίλος]] της πόλεως, που ανακηρυσσόταν με επίσημη [[απόφαση]] («[[εἶναι]] πρόξενον τοῦ δήμου τῶν Ἀθηναίων Στράτωνα τὸν Σιδῶνος [[βασιλέα]] καὶ αὐτὸν καὶ ἐκγόνους», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> αναγνωρισμένος [[επίσημα]] [[αντιπρόσωπος]] ξένης χώρας - πόλεως που φρόντιζε για τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τών υπηκόων της (α. «Θουκυδίδου τοῡ Φαρσαλίου τοῡ προξένου τῆς πόλεως παρόντος», <b>Θουκ.</b><br />β. «Μιλτιάδην τὸν Κίμωνος... πρόξενον [[ὄντα]] Λακεδαιμονίων», Ανδοκ.)<br /><b>3.</b> [[επίσημος]] [[απεσταλμένος]] ξένων ηγεμόνων, [[μέλος]] διπλωματικών αποστολών («Τιμησίθεον τὸν Τραπεζούντιον πρόξενον [[ὄντα]] τῶν Μοσσυνοίκων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[πόλη]] που αντιπροσωπεύει μια [[άλλη]] [[πόλη]] («[[εἶμεν]] τὰν πόλιν τῶν Δελφῶν πρόξενον τᾱς πόλιος τῶν Σαρδιανῶν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η [[φιλοξενία]] τών ξένων («[[εἴσω]] προξένων μέθες [[πόδα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[δημόσιος]] [[υπάλληλος]], [[αρμόδιος]] για την [[καταγραφή]] διαθηκών<br /><b>7.</b> [[προστάτης]], [[βοηθός]] («φρόντισον καὶ γενοῡ πανδίκως εὐσεβὴς [[πρόξενος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ξένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>ξενος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόξενος:''' Ιων. [[πρό]]-ξεινος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[δημόσιος]] [[ξένος]], [[δημόσιος]] [[επισκέπτης]] ή [[φίλος]] με [[απόφαση]] της πολιτείας, όπως ήταν ο [[βασιλιάς]] της Μακεδονίας στους Αθηναίους (Αλέξανδρος Αʹ), σε Ηρόδ.· η [[λέξη]] δήλωνε την [[ίδια]] [[σχέση]] [[μεταξύ]] πολιτείας και ατόμου από [[άλλη]] πόλη, όπως η [[λέξη]] [[ξένος]], [[αλλά]] [[μεταξύ]] ατόμων από διαφορετικές πόλεις· ο [[πρόξενος]] απολάμβανε τα προνόμιά του με τον όρο να περιποιείται και να βοηθά τους πρέσβεις και τους πολίτες της πολιτείας που αυτός εκπροσωπούσε, έτσι ώστε οι <i>πρόξενοι</i> αντιστοιχούσαν στους σημερινούς προξένους, πράκτορες, υπουργούς, αρμοστές, παρόλο που ο [[πρόξενος]] ήταν πάντα [[μέλος]] ξένης πολιτείας·<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[προστάτης]], [[ευεργέτης]], σε Αισχύλ.· ως θηλ., [[προστάτιδα]], σε Σοφ.
}}
}}