Anonymous

κυκνόπτερος: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυκνόπτερος]], -ον (Α)<br />(επίθ. της Ελένης, [[επειδή]] γεννήθηκε από τη [[Λήδα]] και τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο) αυτή που έχει φτερά κύκνου («ὀρνιθόγονον [[ὄμμα]] κυκνόπτερον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεπιδό</i>-<i>πτερος</i>, [[ορθό]]-<i>πτερος</i>].
|mltxt=[[κυκνόπτερος]], -ον (Α)<br />(επίθ. της Ελένης, [[επειδή]] γεννήθηκε από τη [[Λήδα]] και τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο) αυτή που έχει φτερά κύκνου («ὀρνιθόγονον [[ὄμμα]] κυκνόπτερον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεπιδό</i>-<i>πτερος</i>, [[ορθό]]-<i>πτερος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυκνόπτερος:''' -ον ([[πτερόν]]), με φτερά, πούπουλα κύκνου, σε Ευρ.
}}
}}