3,277,121
edits
(9) |
(4) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[δορυφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατά [[δόρυ]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[σωματοφύλακας]]<br />β) [[ανδριάντας]] δορυφόρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δουλοπρεπής]]<br /><b>2.</b> [[ουράνιο]] [[σώμα]] περιστρεφόμενο [[γύρω]] από πλανήτη<br /><b>3.</b> «[[τεχνητός]] [[δορυφόρος]]» — [[συσκευή]] που εκτοξεύεται από την [[επιφάνεια]] της γης και διαγράφει [[τροχιά]] [[γύρω]] απ' αυτήν για επιστημονικές παρατηρήσεις<br /><b>4.</b> μικρό [[τμήμα]] του χρωματοσώματος<br /><b>5.</b> (για κράτη) <i>δορυφόροι</i> ([[μεγάλης]] δύναμης)<br />αυτά που δεν μπορούν να ασκήσουν ανεξάρτητη οικονομική και εξωτερική [[πολιτική]], αναγκασμένα να ακολουθούν την [[πολιτική]] του ισχυρού συμμάχου τους<br /><b>μσν.</b><br />[[συνεργάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δορυφόρημα]]. | |mltxt=ο (AM [[δορυφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατά [[δόρυ]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[σωματοφύλακας]]<br />β) [[ανδριάντας]] δορυφόρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δουλοπρεπής]]<br /><b>2.</b> [[ουράνιο]] [[σώμα]] περιστρεφόμενο [[γύρω]] από πλανήτη<br /><b>3.</b> «[[τεχνητός]] [[δορυφόρος]]» — [[συσκευή]] που εκτοξεύεται από την [[επιφάνεια]] της γης και διαγράφει [[τροχιά]] [[γύρω]] απ' αυτήν για επιστημονικές παρατηρήσεις<br /><b>4.</b> μικρό [[τμήμα]] του χρωματοσώματος<br /><b>5.</b> (για κράτη) <i>δορυφόροι</i> ([[μεγάλης]] δύναμης)<br />αυτά που δεν μπορούν να ασκήσουν ανεξάρτητη οικονομική και εξωτερική [[πολιτική]], αναγκασμένα να ακολουθούν την [[πολιτική]] του ισχυρού συμμάχου τους<br /><b>μσν.</b><br />[[συνεργάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δορυφόρημα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δορῠφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κουβαλά [[δόρυ]] μαζί του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[λογχοφόρος]], [[σωματοφύλακας]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>δορυφόροι</i>, <i>οἱ</i>, φρουροί βασιλιάδων και τυράννων, Λατ. satellites, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., <i>ἡδοναὶ δ</i>., δευτερεύουσες απολαύσεις, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |