Anonymous

εἱρκτέον: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_20)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἱρκτέον''': ῥηματ. ἐπιθ. τοῦ εἵργω, πρέπει τις νὰ κωλύσῃ, νὰ ἐμποδίσῃ, Σοφ. Αἴ. 1250.
|lstext='''εἱρκτέον''': ῥηματ. ἐπιθ. τοῦ εἵργω, πρέπει τις νὰ κωλύσῃ, νὰ ἐμποδίσῃ, Σοφ. Αἴ. 1250.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἱρκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[εἴργω]], αυτό που πρέπει να εμποδιστεί, να αποτραπεί, σε Σοφ.
}}
}}