Anonymous

ἐπίρρητος: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίρρητος]], -ον (Α) [[ρητός]]<br />δυσφημημένος, με [[κακό]] όνομα, [[διαβόητος]] («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιρρήτως</i><br />με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα.
|mltxt=[[ἐπίρρητος]], -ον (Α) [[ρητός]]<br />δυσφημημένος, με [[κακό]] όνομα, [[διαβόητος]] («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιρρήτως</i><br />με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίρρητος:''' -ον, [[επαίσχυντος]], [[επονείδιστος]], σε Ξεν.
}}
}}