Anonymous

κατακεκράκτης: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακεκράκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που επιβάλλει με τις φωνές του [[σιγή]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κεκράκτης]] «[[φωνακλάς]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>κέκραγα</i> παρακμ. του [[κράζω]])].
|mltxt=[[κατακεκράκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που επιβάλλει με τις φωνές του [[σιγή]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κεκράκτης]] «[[φωνακλάς]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>κέκραγα</i> παρακμ. του [[κράζω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακεκράκτης:''' -ου, κλητ. <i>-κεκρᾱκτα</i>, <i>ὁ</i>, αυτός που διαβάλλει, δυσφημιστής, [[φωνακλάς]], σε Αριστοφ.
}}
}}