Anonymous

λευκώλενος: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[λευκώλενος]], -ον)<br />αυτός που έχει λευκούς βραχίονες («ἣ [[τέκε]] Περσεφόνην λευκώλενον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὠλένη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γλαυκ</i>-<i>ώλενος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[λευκώλενος]], -ον)<br />αυτός που έχει λευκούς βραχίονες («ἣ [[τέκε]] Περσεφόνην λευκώλενον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὠλένη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γλαυκ</i>-<i>ώλενος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λευκώλενος:''' -ον ([[ὠλένη]]), αυτός που έχει λευκούς βραχίονες, σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
}}