Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προεῖδον: Difference between revisions

From LSJ
6
(T22)
(6)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(from [[Homer]] [[down]]), 2nd aorist of the [[verb]] πρωράω, to [[foresee]]: WH προϊδών [[without]] diaeresis; cf. Iota, at the [[end]])); Galatians 3:8.
|txtha=(from [[Homer]] [[down]]), 2nd aorist of the [[verb]] πρωράω, to [[foresee]]: WH προϊδών [[without]] diaeresis; cf. Iota, at the [[end]])); Galatians 3:8.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προεῖδον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]] (το [[προοράω]] χρησιμ. αντί [[αυτού]]), μτχ. <i>προ-ϊδών</i>, απαρ. [[ἰδεῖν]]· πρβλ. [[πρόοιδα]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βλέπω]] εκ των προτέρων, [[ρίχνω]] [[βλέμμα]] από [[πριν]] πάνω σε, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, στη Μέσ., <i>προϊδέσθαι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., [[κοιτάζω]] [[μπροστά]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[προβλέπω]], [[προοιωνίζομαι]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Πίνδ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[φροντίζω]], [[προνοώ]], με γεν., [[ἡμέων]] οἰκοφθορημένων, σε Ηρόδ.· <i>αὐτῶν</i> (ενν. [[τῶν]] ἀποβαινόντων), σε Θουκ.· ομοίως, στη Μέσ., <i>προϊδομένους αὐτῶν</i>, στον ίδ.· [[λαμβάνω]] [[πρόνοια]], προϊδέσθαι [[ὑπέρ]] τινος, σε Δημ.
}}
}}