Anonymous

κοινολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> κοινολογήσομαι, <i>ao.</i> ἐκοινολογησάμην, <i>pf.</i> κεκοινολόγημαι;<br />converser, s’entretenir : τινι, [[πρός]] τινα avec qqn ; κ. πρὸς τὸ [[οὖς]] τινι communiquer qch à l’oreille de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[λόγος]].
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> κοινολογήσομαι, <i>ao.</i> ἐκοινολογησάμην, <i>pf.</i> κεκοινολόγημαι;<br />converser, s’entretenir : τινι, [[πρός]] τινα avec qqn ; κ. πρὸς τὸ [[οὖς]] τινι communiquer qch à l’oreille de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[λόγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοινολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκοινολογησάμην</i>, παρακ. <i>κεκοινολόγημαι</i>· ([[λόγος]])· [[συσκέπτομαι]] ή συναποφασίζω, [[συνομιλώ]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· [[πρός]] τινα, σε Θουκ.
}}
}}