Anonymous

θοινάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θοινάζω]] (Α) [[θοίνη]]<br />σπάν. τ. του [[θοινώ]].
|mltxt=[[θοινάζω]] (Α) [[θοίνη]]<br />σπάν. τ. του [[θοινώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θοινάζω:''' = [[θοινάω]], σε Ξεν.
}}
}}