Anonymous

παρακέλευμα: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[παρακέλευσμα]], το, Α [[παρακελεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[προτρεπτικός]] [[λόγος]], παρακινητική [[φωνή]], [[παρόρμηση]]<br /><b>2.</b> [[απόφθεγμα]], [[αξίωμα]], [[παράγγελμα]] («τὸ δὲ Φωκυλίδου [[παρακέλευμα]] οὐδὲν ἐμποδίζει», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=και [[παρακέλευσμα]], το, Α [[παρακελεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[προτρεπτικός]] [[λόγος]], παρακινητική [[φωνή]], [[παρόρμηση]]<br /><b>2.</b> [[απόφθεγμα]], [[αξίωμα]], [[παράγγελμα]] («τὸ δὲ Φωκυλίδου [[παρακέλευμα]] οὐδὲν ἐμποδίζει», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρακέλευμα:''' ή -ευσμα, -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[προτροπή]], [[παραίνεση]], [[ενθάρρυνση]], [[παρότρυνση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ηθική]] [[παραίνεση]], [[απόφθεγμα]], [[νουθεσία]], [[ρητό]], γνωμικό, σε Πλάτ.
}}
}}