3,274,129
edits
(40) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που βόσκει [[μαζί]] με άλλα, που ζει [[κατά]] αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ' ἐσορῶν», <b>Θεόκρ.</b><br />β. «ὁ δὲ ταῡρος, [[ὅταν]] ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, [[τότε]] γίνεται [[σύννομος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει με άλλους («[[τοὔνεκα]] αὐτέοισι σύννομοι εἰσι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μετέχει σε [[κάτι]] («πάντων ξύννομε τῶν ἐμῶν ὕμνων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (σε δυϊκό ή πληθ. αριθ.) αυτός που αποτελεί [[ζευγάρι]] με κάποιον (α. «λέοντε συννόμω», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἔστον κατὰ τοὺς λύκους συννόμω», Αιλ.)<br /><b>5.</b> όμοιος, του ίδιου είδους με κάποιον («ὡς τῆς σύννομου φωνῆς τε καὶ ὀσμῆς αἱ ἔντοσθεν ᾔσθοντο», Διον. Αλ.)<br /><b>6.</b> (για λίθο) [[αρμοστός]], [[λαξευτός]], [[πελεκητός]] («ᾖν γὰρ ὁ [[πύργος]] ἐκ σύννομων λίθων ᾠκοδομημένος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, [[σύννομος]]<br />α) (για στρατιώτη) [[εταίρος]], [[σύντροφος]]<br />β) (για [[γυναίκα]]) η [[σύζυγος]]<br />γ) (για άνδρα) [[εραστής]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ξύννομος λεκτρων» — [[σύζυγος]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i>].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο / [[σύννομος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[σύμφωνος]] με τον νόμο, [[νόμιμος]] (α. «σύννομες πράξεις της διοίκησης» β. «σύννομα συναγωγὰ τῶν συνέδρων», <b>επιγρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συννόμως]] Μ<br />σύμφωνα με τον νόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>νομος</i>)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που βόσκει [[μαζί]] με άλλα, που ζει [[κατά]] αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ' ἐσορῶν», <b>Θεόκρ.</b><br />β. «ὁ δὲ ταῡρος, [[ὅταν]] ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, [[τότε]] γίνεται [[σύννομος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει με άλλους («[[τοὔνεκα]] αὐτέοισι σύννομοι εἰσι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μετέχει σε [[κάτι]] («πάντων ξύννομε τῶν ἐμῶν ὕμνων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (σε δυϊκό ή πληθ. αριθ.) αυτός που αποτελεί [[ζευγάρι]] με κάποιον (α. «λέοντε συννόμω», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἔστον κατὰ τοὺς λύκους συννόμω», Αιλ.)<br /><b>5.</b> όμοιος, του ίδιου είδους με κάποιον («ὡς τῆς σύννομου φωνῆς τε καὶ ὀσμῆς αἱ ἔντοσθεν ᾔσθοντο», Διον. Αλ.)<br /><b>6.</b> (για λίθο) [[αρμοστός]], [[λαξευτός]], [[πελεκητός]] («ᾖν γὰρ ὁ [[πύργος]] ἐκ σύννομων λίθων ᾠκοδομημένος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, [[σύννομος]]<br />α) (για στρατιώτη) [[εταίρος]], [[σύντροφος]]<br />β) (για [[γυναίκα]]) η [[σύζυγος]]<br />γ) (για άνδρα) [[εραστής]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ξύννομος λεκτρων» — [[σύζυγος]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i>].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο / [[σύννομος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[σύμφωνος]] με τον νόμο, [[νόμιμος]] (α. «σύννομες πράξεις της διοίκησης» β. «σύννομα συναγωγὰ τῶν συνέδρων», <b>επιγρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συννόμως]] Μ<br />σύμφωνα με τον νόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>νομος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύννομος:''' -ον ([[νέμομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βόσκει από κοινού, που βόσκει κατά αγέλες, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., <i>ἄταισι σύννομοι</i>, αυτός που έχει ως σύντροφο τις συμφορές, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>σύννομός τινί τινος</i>, αυτός που μετέχει από κοινού με κάποιον σε [[κάτι]], [[συμμέτοχος]]· <i>λέκτρων σύννομε</i>, εσύ που μοιράζεσαι το [[κρεβάτι]] του, στον ίδ.· μεταφ., <i>θαλάσσης σύννομοι πέτραι</i>, λέγεται για τις [[Συμπληγάδες]] πέτρες, που βρίσκονταν [[μεταξύ]] [[δύο]] θαλασσών, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., ως ουσ., [[σύννομος]], <i>-ὁ</i>, <i>ἡ</i>, [[σύντροφος]], [[εταίρος]], [[συμπολεμιστής]], λέγεται για στρατιώτες, σε Αισχύλ., Σοφ.· λέγεται, επίσης για [[γυναίκα]] σύζυγο, σε Σοφ. | |||
}} | }} |