3,274,159
edits
(SL_2) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[πονέω]], πονάω</b> ? (πονεῖ: aor. πόνησαν; -ήσαις: aor. πονᾶθῇ; πεπονᾶμένον: v. Forssman, 70ff.) <br /> <b>a</b> [[perform]] by [[toil]] c. acc. πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ (πονηθῇ v. l.) (O. 6.11) τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμἐνον εὖ μὴ κρυπτέτω (πεπονημένον coni. Schr.) (P. 9.93) ὁ δὲ [[καλόν]] τι πονήσαις εὐαγορίαισι φλέγει (Pae. 2.66) <br /> <b>b</b> [[endure]] [[trouble]] ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει (I. 1.40) c. dat. Πριάμου πόλιν τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν (N. 7.36) <br /> <b>c</b> [[trouble]], [[irk]] “κοὔ με πονεῖ τεὸν οἶκον [[ταῦτα]] πορσύνοντ' [[ἄγαν]]” (P. 4.151) | |sltr=[[πονέω]], πονάω</b> ? (πονεῖ: aor. πόνησαν; -ήσαις: aor. πονᾶθῇ; πεπονᾶμένον: v. Forssman, 70ff.) <br /> <b>a</b> [[perform]] by [[toil]] c. acc. πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ (πονηθῇ v. l.) (O. 6.11) τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμἐνον εὖ μὴ κρυπτέτω (πεπονημένον coni. Schr.) (P. 9.93) ὁ δὲ [[καλόν]] τι πονήσαις εὐαγορίαισι φλέγει (Pae. 2.66) <br /> <b>b</b> [[endure]] [[trouble]] ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει (I. 1.40) c. dat. Πριάμου πόλιν τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν (N. 7.36) <br /> <b>c</b> [[trouble]], [[irk]] “κοὔ με πονεῖ τεὸν οἶκον [[ταῦτα]] πορσύνοντ' [[ἄγαν]]” (P. 4.151) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πονέω:''' πονέομαι·<br /><b class="num">Α.</b> στα αρχ. ελλ., μόνο ως αποθ. <i>πονέομαι</i>, Επικ. απαρ. <i>-έεσθαι</i>, παρατ. <i>ἐπονεῖτο</i>, Επικ. <i>πονεῖτο</i>· μέλ. [[πονήσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐπονησάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>πονήσατο</i>, επίσης <i>ἐπονήθην</i>· παρακ. <i>πεπόνημαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. <i>-έαται</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>πεπόνητο</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> απόλ., [[δουλεύω]] σκληρά, [[κοπιάζω]], [[μοχθώ]], σε Όμηρ.· <i>περὶ δόρπα πονέοντο</i>, ασχολούνταν με το [[δείπνο]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>πεπόνητο καθ' ἵππους</i>, ήταν απασχολημένος με τα άλογα, λέγεται για τον ηνίοχο, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., είμαι [[λυπημένος]], θλίβομαι, στον ίδ.· [[υποφέρω]], είμαι [[ασθενής]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[εργάζομαι]] σκληρά, κάνω [[κάτι]] με κόπο ή [[φροντίδα]], σε Όμηρ., Ησίοδ. <b>Β.</b> μεταγεν. του Ομήρ. επικρατεί ο Ενεργ. [[τύπος]]· μέλ. <i>πονήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπόνησα</i>, Δωρ. <i>-ᾱσα</i>, παρακ. <i>πεπόνηκα</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπεπονήκει</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐπονήθην</i>, Δωρ. υποτ. <i>ποναθῇ</i> (<i>ᾱ</i>), παρακ. <i>πεπόνημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[εργάζομαι]], [[κοπιάζω]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· [[μάτην]] [[πονέω]], [[κοπιάζω]] [[μάταια]], σε Σοφ.· με αιτ., <i>τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει</i>, μην κοπιάζεις [[μάταια]] για πράγματα που δεν ωφελούν, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αιτ., [[πονέω]] πόνον, <i>μόχθους</i>, [[αντέχω]], [[αντιμετωπίζω]], σε Τραγ.· επίσης με αιτ. πράγμ., <i>πονεῖν τὰ σκέλη</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[μοχθώ]], πιέζομαι, [[υποφέρω]], σε Θουκ., Ξεν.· φθείρομαι, συντρίβομαι, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ. απρόσ., οὐκ [[ἄλλως]] αὐτοῖς πεπόνηται = πεπονήκασι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., <b>1. α)</b> με αιτ. προσ., [[θλίβω]], λυπώ (κάποιον), σε Πίνδ. — Παθ., φθείρομαι, [[υποφέρω]] φοβερά, σε Σοφ., Θουκ. <b>β)</b> Παθ. επίσης, παιδεύομαι, εκπαιδεύομαι, σε Αριστ., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., όπως <i>ἐκπονεῖν</i>, [[κερδίζω]] με [[εργασία]] ή κόπο, <i>χρήματα</i>, σε Ξεν.· Παθ., κερδίζομαι ή κατορθώνομαι με κόπο, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |