3,274,216
edits
(46) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> συναισθηματική [[κατάσταση]] έντονης ευαρέσκειας, η οποία [[συνήθως]] εκδηλώνεται με [[γέλιο]]<br /><b>2.</b> [[συναίσθημα]] ικανοποίησης που οφείλεται στην [[κατοχή]] ενός αγαθού ή στη βίωση ενός γεγονότος (α. «τα δώρα σας μάς έφεραν [[μεγάλη]] [[χαρά]] στο [[σπίτι]]» β. «[[οὐκέτι]] μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη [[ἄνθρωπος]] εἰς τὸν κόσμον», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μετά]] χαράς» — πολύ ευχαρίστως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] χλωροφυκών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[είναι]] μια [[χαρά]]»<br />(για πρόσ. και για πράγμ.) [[είναι]] σε άριστη [[κατάσταση]]<br />β) «[[χαρά]] στο [[πράγμα]]»<br />(ειρωνικά) [[είναι]] ασήμαντο, δεν αξίζει [[τίποτε]]<br />γ) «[[χαρά]] σ' εκείνον που...» — [[είναι]] [[αξιοζήλευτος]] ή [[ευτυχισμένος]] [[εκείνος]] που...<br />δ) «[[χαρά]] σ' εσάς»<br />i) είσαστε ευτυχισμένοι, σάς [[ζηλεύω]]<br />ii) (ειρωνικά) είσαστε δυστυχισμένοι, σάς [[λυπάμαι]]<br />ε) «με γειά σου, με [[χαρά]] σου!» — [[χαλάλι]] σου, να το απολαύσεις!<br />στ) «[[γεια]] σας και [[χαρά]] σας!» ή «[[γεια]] [[χαρά]]!» — [[τρόπος]] χαιρετισμού<br />ζ) «[[χαρά]] Θεού» — πολύ ωραία [[μέρα]], πολύ [[καλός]] [[καιρός]]<br />η) «στις χαρές σου [ή σας]» ή «στη [[χαρά]] σου [ή σας]» — [[ευχή]] σε ανύπαντρους ή αρραβωνιασμένους να παντρευτούν σε σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ο [[γάμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσωπο]] που επιφέρει [[ευχαρίστηση]], που προκαλεί ευάρεοτα συναισθήματα<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> ο Ιησούς [[Χριστός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χαρά]]<br />[[ὀργή]], ὀργίλον»<br /><b>4.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>χαρᾷ</i><br />(με τροπ. σημ.) με [[ευφροσύνη]], με [[ευχαρίστηση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «σὺν χαρᾷ» και «χαρᾶς ὕπο»<br />(με επιρρμ. σημ.) με ευάρεστα συναισθήματα<br />β) «χαρὰ λόγων» — χαρμόσυνες ειδήσεις (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χαρά]] [[είναι]] παρ. του ρ. [[χαίρω]] σχηματισμένο από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>gher</i>- «[[χαίρομαι]]» (<b>βλ. λ.</b> [[χαίρω]]) με την αρχαϊκή κατάλ. -<i>ᾶ</i> / -<i>η</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἄρχω]]: [[ἀρχή]], [[γράφω]]: [[γραφή]])]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> συναισθηματική [[κατάσταση]] έντονης ευαρέσκειας, η οποία [[συνήθως]] εκδηλώνεται με [[γέλιο]]<br /><b>2.</b> [[συναίσθημα]] ικανοποίησης που οφείλεται στην [[κατοχή]] ενός αγαθού ή στη βίωση ενός γεγονότος (α. «τα δώρα σας μάς έφεραν [[μεγάλη]] [[χαρά]] στο [[σπίτι]]» β. «[[οὐκέτι]] μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη [[ἄνθρωπος]] εἰς τὸν κόσμον», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μετά]] χαράς» — πολύ ευχαρίστως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] χλωροφυκών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[είναι]] μια [[χαρά]]»<br />(για πρόσ. και για πράγμ.) [[είναι]] σε άριστη [[κατάσταση]]<br />β) «[[χαρά]] στο [[πράγμα]]»<br />(ειρωνικά) [[είναι]] ασήμαντο, δεν αξίζει [[τίποτε]]<br />γ) «[[χαρά]] σ' εκείνον που...» — [[είναι]] [[αξιοζήλευτος]] ή [[ευτυχισμένος]] [[εκείνος]] που...<br />δ) «[[χαρά]] σ' εσάς»<br />i) είσαστε ευτυχισμένοι, σάς [[ζηλεύω]]<br />ii) (ειρωνικά) είσαστε δυστυχισμένοι, σάς [[λυπάμαι]]<br />ε) «με γειά σου, με [[χαρά]] σου!» — [[χαλάλι]] σου, να το απολαύσεις!<br />στ) «[[γεια]] σας και [[χαρά]] σας!» ή «[[γεια]] [[χαρά]]!» — [[τρόπος]] χαιρετισμού<br />ζ) «[[χαρά]] Θεού» — πολύ ωραία [[μέρα]], πολύ [[καλός]] [[καιρός]]<br />η) «στις χαρές σου [ή σας]» ή «στη [[χαρά]] σου [ή σας]» — [[ευχή]] σε ανύπαντρους ή αρραβωνιασμένους να παντρευτούν σε σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ο [[γάμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσωπο]] που επιφέρει [[ευχαρίστηση]], που προκαλεί ευάρεοτα συναισθήματα<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> ο Ιησούς [[Χριστός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χαρά]]<br />[[ὀργή]], ὀργίλον»<br /><b>4.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>χαρᾷ</i><br />(με τροπ. σημ.) με [[ευφροσύνη]], με [[ευχαρίστηση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «σὺν χαρᾷ» και «χαρᾶς ὕπο»<br />(με επιρρμ. σημ.) με ευάρεστα συναισθήματα<br />β) «χαρὰ λόγων» — χαρμόσυνες ειδήσεις (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χαρά]] [[είναι]] παρ. του ρ. [[χαίρω]] σχηματισμένο από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>gher</i>- «[[χαίρομαι]]» (<b>βλ. λ.</b> [[χαίρω]]) με την αρχαϊκή κατάλ. -<i>ᾶ</i> / -<i>η</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἄρχω]]: [[ἀρχή]], [[γράφω]]: [[γραφή]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χᾰρά:''' ἡ ([[χαίρω]])<br /><b class="num">I.</b> [[χαρά]], [[ευφροσύνη]], σε Τραγ. κ.λπ.· [[αλλά]] με γεν. πράγμ., [[χαίρομαι]] με [[κάτι]] ή για [[κάτι]], σε Ευρ.· [[κέρτομος]] θεοῦ χᾰρά, κάποια [[χαρά]] στάλθηκε από έναν θεό για να εξαπατήσει την [[καρδιά]] μου, σε Αισχύλ.· ομοίως, χαρᾶς [[ὕπο]], στον ίδ.· <i>σὺν χαρᾷ</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[χαρά]], λέγεται για ανθρώπους, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |