Anonymous

διάσημος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάσημος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ξακουστός]], [[περίφημος]], [[ονομαστός]], [[περιώνυμος]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διάσημα</i><br />διακριτικά [[βαθμός]], αξιώματος κ.λπ. (γαλόνια, σειρήτια, αστέρια, παράσημα, μετάλλια <b>κ.ά.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταφανής]], [[διαυγής]], [[σαφής]]<br /><b>2.</b> (για ήχο) [[διαπεραστικός]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάσημος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ξακουστός]], [[περίφημος]], [[ονομαστός]], [[περιώνυμος]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διάσημα</i><br />διακριτικά [[βαθμός]], αξιώματος κ.λπ. (γαλόνια, σειρήτια, αστέρια, παράσημα, μετάλλια <b>κ.ά.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταφανής]], [[διαυγής]], [[σαφής]]<br /><b>2.</b> (για ήχο) [[διαπεραστικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάσημος:''' -ον ([[σῆμα]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[καθαρός]], [[σαφής]], [[ευκρινής]]· ουδ. πληθ. ως επίρρ., [[διάσημα]] θρηνεῖ, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> διακεκριμένος, [[σπουδαίος]], [[έγκριτος]], σε Πλούτ.
}}
}}