Anonymous

ἐνερευθής: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνερευθής]], -ές (Α) [[έρευθος]]<br /><b>1.</b> [[κοκκινωπός]], [[υποκόκκινος]], [[ερυθρωπός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἐνερευθές</i><br />[[ερυθρίαση]], [[ερύθημα]], [[κοκκίνισμα]] («παρειῶν τὸ ἐνερευθές», Λουκ.).
|mltxt=[[ἐνερευθής]], -ές (Α) [[έρευθος]]<br /><b>1.</b> [[κοκκινωπός]], [[υποκόκκινος]], [[ερυθρωπός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἐνερευθές</i><br />[[ερυθρίαση]], [[ερύθημα]], [[κοκκίνισμα]] («παρειῶν τὸ ἐνερευθές», Λουκ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνερευθής:''' -ές, [[ροδαλός]], [[κοκκινωπός]], σε Λουκ.
}}
}}