Anonymous

Κάρ: Difference between revisions

From LSJ
780 bytes added ,  30 December 2018
5
mNo edit summary
(5)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[Κάρ]], v. [[Κήρ]].
|sltr=[[Κάρ]], v. [[Κήρ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Κάρ:''' ὁ, γεν. <i>Κᾱρός</i>, πληθ. <i>Κᾶρες</i>, ο [[κάτοικος]] της Καρίας, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· θηλ. [[Κάειρα]][ᾰ], στο ίδ.· οι Κάρες μισθώνονταν ως μισθοφόροι και χρησιμοποιούνταν για να φυλάττουν την [[ζωή]] των πολιτών και των στρατιωτών· απ' όπου, <i>ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύειν</i>, όταν [[κάποιος]] βάζει κάποιον [[άλλο]] να κινδυνεύσει για [[χάρη]] του, για λογαριασμό του ή στην [[θέση]] του, δηλ. έναν Κάρα, Λατ. [[experimentum]] facere in corpore vili, σε Ευρ.
}}
}}