3,277,206
edits
mNo edit summary |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[Κάρ]], v. [[Κήρ]]. | |sltr=[[Κάρ]], v. [[Κήρ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Κάρ:''' ὁ, γεν. <i>Κᾱρός</i>, πληθ. <i>Κᾶρες</i>, ο [[κάτοικος]] της Καρίας, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· θηλ. [[Κάειρα]][ᾰ], στο ίδ.· οι Κάρες μισθώνονταν ως μισθοφόροι και χρησιμοποιούνταν για να φυλάττουν την [[ζωή]] των πολιτών και των στρατιωτών· απ' όπου, <i>ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύειν</i>, όταν [[κάποιος]] βάζει κάποιον [[άλλο]] να κινδυνεύσει για [[χάρη]] του, για λογαριασμό του ή στην [[θέση]] του, δηλ. έναν Κάρα, Λατ. [[experimentum]] facere in corpore vili, σε Ευρ. | |||
}} | }} |