Anonymous

ἔχις: Difference between revisions

From LSJ
230 bytes added ,  30 December 2018
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔχις]], -εως, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[έχιδνα]], [[οχιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για ανθρώπους) [[κακός]], ύπουλος και [[επιβλαβής]] [[προς]] τους άλλους [[χαρακτήρας]] («[[ὅταν]] συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] φυτού, το [[έχιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[έχιδνα]]].
|mltxt=[[ἔχις]], -εως, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[έχιδνα]], [[οχιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για ανθρώπους) [[κακός]], ύπουλος και [[επιβλαβής]] [[προς]] τους άλλους [[χαρακτήρας]] («[[ὅταν]] συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] φυτού, το [[έχιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[έχιδνα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔχῐς:''' -εως, ὁ, γεν. πληθ. <i>ἐχέων</i>, [[οχιά]], [[έχιδνα]], σε Πλάτ.· μεταφ., [[συκοφάντης]] καὶ [[ἔχις]] τὴν φύσιν, σε Δημ.
}}
}}