Anonymous

κάπριος: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάπριος]] και [[κάπρειος]], -ον (Α) [[κάπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κάπρο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κάπριος]]<br />ο [[αγριόχοιρος]], ο [[κάπρος]].
|mltxt=[[κάπριος]] και [[κάπρειος]], -ον (Α) [[κάπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κάπρο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κάπριος]]<br />ο [[αγριόχοιρος]], ο [[κάπρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάπριος:''' ὁ, ποιητ. αντί [[κάπρος]],<br /><b class="num">I.</b> [[αγριόχοιρος]], [[αγριογούρουνο]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, [[σῦς]] [[κάπριος]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ. [[κάπριος]], <i>-ον</i>, αυτός που μοιάζει με αγριόχοιρο, σε Ηρόδ.
}}
}}