Anonymous

ἐξεταστέον: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_20)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξεταστέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐξετάζω]], δεῖ ἐξετάζειν, Πλάτ. Πολ. 599Α.
|lstext='''ἐξεταστέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐξετάζω]], δεῖ ἐξετάζειν, Πλάτ. Πολ. 599Α.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξεταστέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εξετάσει, να ελέγξει, σε Πλάτ.
}}
}}