Anonymous

παροίτερος: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έρη, -ον, Α<br />(συγκρ. επίθ. του [[πάροιθε]])<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] από κάποιον, ο [[εμπρόσθιος]], ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) ενώπιον, [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> (για χρόνο) ο [[πρότερος]], ο [[προγενέστερος]], ο αρχαιότερος («εἰ [[χρόνος]] ἐστὶν ἐμοῑο [[παροίτερος]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>παροίτερα</i><br />από παλαιά, [[ανέκαθεν]]<br /><b>5.</b> (το υπερθ.) [[παροίτατος]], -<i>άτη</i>, -<i>ον</i><br />ο [[πρώτος]] [[πρώτος]], ο προηγούμενος από [[κάθε]] άλλον («ἔβαιν' ἐπὶ νῆα [[παροίτατος]]», Απολλ. Ρόδ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[παροιτέρω]] Α<br />πιο [[πέρα]], [[περαιτέρω]] («[[παροιτέρω]] τῶνδε» — πιο [[πέρα]] από αυτά, Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρη τοπική [[πτώση]] <i>πάροι</i> του επιρρ. [[πάρος]] «[[προηγουμένως]], πρωτύτερα» (<b>πρβλ.</b> <i>πάροι</i>-<i>θε</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκριτ. βαθμού -<i>τερος</i>].
|mltxt=-έρη, -ον, Α<br />(συγκρ. επίθ. του [[πάροιθε]])<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] από κάποιον, ο [[εμπρόσθιος]], ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) ενώπιον, [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> (για χρόνο) ο [[πρότερος]], ο [[προγενέστερος]], ο αρχαιότερος («εἰ [[χρόνος]] ἐστὶν ἐμοῑο [[παροίτερος]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>παροίτερα</i><br />από παλαιά, [[ανέκαθεν]]<br /><b>5.</b> (το υπερθ.) [[παροίτατος]], -<i>άτη</i>, -<i>ον</i><br />ο [[πρώτος]] [[πρώτος]], ο προηγούμενος από [[κάθε]] άλλον («ἔβαιν' ἐπὶ νῆα [[παροίτατος]]», Απολλ. Ρόδ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[παροιτέρω]] Α<br />πιο [[πέρα]], [[περαιτέρω]] («[[παροιτέρω]] τῶνδε» — πιο [[πέρα]] από αυτά, Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρη τοπική [[πτώση]] <i>πάροι</i> του επιρρ. [[πάρος]] «[[προηγουμένως]], πρωτύτερα» (<b>πρβλ.</b> <i>πάροι</i>-<i>θε</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκριτ. βαθμού -<i>τερος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰροίτερος:''' -α, -ον, συγκρ. από το [[πάροιθε]], αυτός που βρίσκεται πιο [[πριν]] ή πιο [[μπροστά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}