Anonymous

νεῦμαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=νεῡμαι (Α)<br />(επικ. και ιων. συνηρ. τ.) <b>βλ.</b> [[νέομαι]].
|mltxt=νεῡμαι (Α)<br />(επικ. και ιων. συνηρ. τ.) <b>βλ.</b> [[νέομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεῦμαι:''' Επικ. συνηρ. αντί [[νέομαι]].
}}
}}