Anonymous

ὑψίπεδος: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψίπεδος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[υψίπεδο]]- επίπεδη, σχετικά, ορεινή [[περιοχή]] που βρίσκεται σε μεγάλο [[υψόμετρο]] και κατ' [[επέκταση]] εκτεταμένο [[οροπέδιο]] (α. «το [[υψίπεδο]] του Θιβέτ» β. «τα υψίπεδα του Γκολάν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), <b>πρβλ.</b> <i>πλατύ</i>-<i>πεδος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψίπεδος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[υψίπεδο]]- επίπεδη, σχετικά, ορεινή [[περιοχή]] που βρίσκεται σε μεγάλο [[υψόμετρο]] και κατ' [[επέκταση]] εκτεταμένο [[οροπέδιο]] (α. «το [[υψίπεδο]] του Θιβέτ» β. «τα υψίπεδα του Γκολάν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), <b>πρβλ.</b> <i>πλατύ</i>-<i>πεδος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίπεδος:''' -ον, αυτός που έχει υψηλό [[έδαφος]], αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]], σε Πίνδ.
}}
}}