Anonymous

μήτρως: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μήτρως]], -ωος και -ω, δωρ. τ. [[μάτρως]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αδελφός]] της μητέρας, ο [[θείος]] από τη [[μητέρα]]<br /><b>2.</b> [[συγγενής]] από τη [[μητέρα]]<br /><b>3.</b> ο [[πατέρας]] της μητέρας, ο [[παππούς]] από τη [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πάτρως]], [[ἥρως]]). Η λ. [[είναι]] αρχαϊκή, ανάγεται πιθ. σε [[θέμα]] με <i>ou</i>- (&GT; ω) και συνδέεται με τον τ. [[μητρυιά]].
|mltxt=[[μήτρως]], -ωος και -ω, δωρ. τ. [[μάτρως]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αδελφός]] της μητέρας, ο [[θείος]] από τη [[μητέρα]]<br /><b>2.</b> [[συγγενής]] από τη [[μητέρα]]<br /><b>3.</b> ο [[πατέρας]] της μητέρας, ο [[παππούς]] από τη [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πάτρως]], [[ἥρως]]). Η λ. [[είναι]] αρχαϊκή, ανάγεται πιθ. σε [[θέμα]] με <i>ou</i>- (&GT; ω) και συνδέεται με τον τ. [[μητρυιά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μήτρως:''' Δωρ. μᾰτρ-, ὁ, γεν. <i>-ωος</i> και <i>-ω</i>, αιτ. <i>-ωα</i> και <i>-ων</i>· πληθ. [[πάντοτε]] στην γʹ [[κλίση]], όπως [[πάτρως]]·<br /><b class="num">1.</b> [[θείος]] από την [[πλευρά]] της μητέρας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> οποιαδήποτε [[συγγένεια]] από την [[πλευρά]] της μητέρας, σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[μητροπάτωρ]], σε Πίνδ.
}}
}}