3,277,121
edits
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[προκλητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προκαλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, [[αυθάδης]] (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική [[συμπεριφορά]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται ή φέρεται [[κατά]] τρόπο που να δελεάζει, ο [[διεγερτικός]] της ερωτικής επιθυμίας, [[σαγηνευτικός]] (α. «προκλητική [[στάση]]» β. «προκλητική [[ματιά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πράξη]], [[ενέργεια]], [[πράγμα]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να καλεί, να προσκαλεί («τὸ [[μέλος]] προκλητικόν» — λεγόταν για το [[τραγούδι]] της πέρδικας, Αιλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί ένα [[αποτέλεσμα]], [[πρόξενος]], [[αίτιος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) <i>τὸ προκλητικόν</i> («τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προκλητικώς</i>/<i>προκλητικῶς</i> ΝΑ και <i>προκλητικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προκλητικό<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο που ερεθίζει, που εξοργίζει. | |mltxt=-ή, -ό / [[προκλητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προκαλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, [[αυθάδης]] (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική [[συμπεριφορά]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται ή φέρεται [[κατά]] τρόπο που να δελεάζει, ο [[διεγερτικός]] της ερωτικής επιθυμίας, [[σαγηνευτικός]] (α. «προκλητική [[στάση]]» β. «προκλητική [[ματιά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πράξη]], [[ενέργεια]], [[πράγμα]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να καλεί, να προσκαλεί («τὸ [[μέλος]] προκλητικόν» — λεγόταν για το [[τραγούδι]] της πέρδικας, Αιλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί ένα [[αποτέλεσμα]], [[πρόξενος]], [[αίτιος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) <i>τὸ προκλητικόν</i> («τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προκλητικώς</i>/<i>προκλητικῶς</i> ΝΑ και <i>προκλητικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προκλητικό<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο που ερεθίζει, που εξοργίζει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προκλητικός:''' -ή, -όν, αυτός που καλεί κάποιον να έρθει [[εμπρός]], [[προκλητικός]]· <i>προκλητικόν</i>, <i>τό</i>, [[πρόκληση]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |