Anonymous

θέλω: Difference between revisions

From LSJ
138 bytes added ,  30 December 2018
4
(16)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[θέλω]] και [[ἐθέλω]])<br /><b>1.</b> έχω την [[επιθυμία]] ή την [[ανάγκη]] ή την [[πρόθεση]] να [[κάνω]] [[κάτι]] ή να πω [[κάτι]], [[επιθυμώ]] (α. «[[θέλω]] να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] πολύ, [[επιζητώ]] (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ' [[ἐθέλω]] [[δόμεναι]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απαιτώ]], [[αξιώνω]], [[διατάζω]] («θέλει καλά και σώνει» — απαιτεί)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιχειρώ]], [[προσπαθώ]], [[δοκιμάζω]], («θέλησε να μάς εξοντώσει, [[αλλά]] δεν το κατόρθωσε»)<br /><b>2.</b> συγκατατίθεμαι, [[δέχομαι]] («δεν θέλει να κουβεντιάσουμε»)<br /><b>3.</b> [[δέχομαι]] ως σύζυγο ή ως εραστή («αυτόν δεν τον θέλει η [[κόρη]] μου»)<br /><b>4.</b> μού αξίζει [[κάτι]], [[είμαι]] [[άξιος]] για [[κάτι]] («θέλει [[ξύλο]]»)<br /><b>5.</b> [[ζητώ]], [[γυρεύω]], [[ψάχνω]] («[[ποιόν]] θέλετε;»)<br /><b>6.</b> [[οφείλω]], [[χρωστώ]] («[[κάτι]] [[λίγα]] σού [[θέλω]] [[ακόμη]] και ξόφλησα»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «θέλεις δε θέλεις» ή «θέλεις και δε θέλεις» ή «[[είτε]] το θέλεις [[είτε]] όχι» ή «θέλοντας και μη» — με τη [[θέληση]] σου ή [[χωρίς]] αυτήν, εκουσίως ή ακουσίως<br />β) (για [[γυναίκα]]) «τά θέλει» — [[είναι]] πρόθυμη για ερωτοτροπίες<br />γ) «λίγο ήθελε ([[ακόμη]])» — [[παραλίγο]], λίγο έλειψε<br />δ) «το καλό που σού [[θέλω]]» — σε [[προειδοποιώ]] ή σε [[συμβουλεύω]]<br />ε) «[[θέλω]] να πω» — [[εννοώ]]<br />στ) «τί τά θέλεις» ή «τί τά θες, τί τά γυρεύεις» — όπως κι αν έχει το [[πράγμα]], [[ούτως]] ή [[άλλως]]<br />ζ) «δεν το ήθελα» — έγινε [[χωρίς]] τη [[θέληση]] μου<br />η) «θέλεις... θέλεις» ή «θέλει... θέλει» — [[είτε]], [[είτε]] («θέλεις κάτσε, θέλεις φύγε»)<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> α) «όποιος δε θέλει να ζυμώσει [[πέντε]] μέρες κοσκινίζει» — γι' αυτούς που αναβάλλουν ή αποφεύγουν να κάνουν [[κάτι]], [[ιδίως]] κοπιαστικό<br />β) «[[ποιός]] [[στραβός]] δε θέλει το φως του» — όλοι επιθυμούν τα ωφέλιμα<br />γ) «το καλό που μέ θέλεις να το 'χεις» — γι' αυτούς που υποκρίνονται ότι επιζητούν το [[συμφέρον]] κάποιου, ενώ συμβαίνει το αντίθετο<br />δ) «πε του, πε του το [[κοπέλι]], κάνει την [[κυρά]] και θέλει» — με την [[επιμονή]] κερδίζεις αυτήν που αγαπάς<br />ε) «θέλει τριανταεννιά να το κάμει [[γρόσι]]» — γι' αυτούς που στερούνται τα αναγκαία και αισιοδοξούν<br />στ) «να [[βάνω]] [[θέλω]] [[φούντα]] στα [[παλιά]] μου τα τσαρούχια» — για ουτοπικές προθέσεις ή σχέδια<br />ζ) «ως θέλεις τα δε γίνονται, θέλε τα κι ως γίνονται» — [[πρέπει]] να συμβιβάζεται [[κάποιος]] με τις καταστάσεις, [[ακόμη]] και όταν δεν γίνονται αυτά που επιθυμεί<br />η) «ήθελα να 'χω τά 'θελα και τά 'χω να μην έχω» — γι' αυτούς που επιζητούν [[κάτι]] και, όταν το αποκτήσουν, δεν το επιθυμούν πια<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ζητώ]] [[κάτι]] από τη [[φύση]] μου, έχω [[ανάγκη]] («η [[γλάστρα]] θέλει [[πότισμα]]»)<br /><b>2.</b> έχω [[έλλειψη]] από [[κάτι]], [[χρειάζομαι]] («[[θέλω]] [[ακόμη]] χίλιες δραχμές»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «θε να» — θα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σε δυνητική [[χρήση]], [[θέλω]] με [[απαρέμφατο]] για [[δήλωση]] του μέλλοντος) πρόκειται να... («εἰ ὦν ἐθελήσει ἐκτρέψαι το [[ῥέεθρον]] ὁ [[Νεῖλος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτρέπω]] («ἐθελήσεις τί μοι οὖν, ὦ [[πάτερ]], ἤν σοῦ τι δεηθῶ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) [[δύναμαι]], [[μπορώ]] («[[μένος]] καὶ χεῖρας Ἀχαιῶν μίμνειν οὐκ ἐθέλεσκον [[ἐναντίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] εκ φύσεως [[τέτοιος]] ώστε..., [[συνηθίζω]] να («αἱ πλευραὶ οὐκ ἐθέλουσι εἰς τὸ εὐρὺ αὔξεσθαι», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[ισχυρίζομαι]], [[υποστηρίζω]] («αυτοί δέ Ἀρκάδες ἐθέλουσιν [[εἶναι]] τῶν ὁμοῡ Τηλέφῳ διαβάντων εἰς τὴν Ἀσίαν», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τί ἐθέλει λέγειν» ή «τί ἐθέλει» — τί θέλει να πει, τί σημαίνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[εθέλω]] με σίγηση του προτονικού φωνήεντος ήδη στους αρχ. χρόνους. Στη νέα ελλ. έχουν επιβιώσει, [[ωστόσο]], αρκετά παράγωγα και [[σύνθετα]] με το θ. <i>εθελ</i>-. Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[φαλίζει]]<br /><i>θέλει</i> επιτρέπει την [[υπόθεση]] ότι ο [[αρχικός]] [[φθόγγος]] της άγνωστης ΙΕ ρίζας θα [[πρέπει]] να ήταν χειλοϋπερωικό <i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>- και [[μαζί]] τη [[σύνθεση]] της λ. με το αρχ. σλαβ. <i>želej</i>-, <i>žel</i><i>ě</i><i>ti</i> «[[επιθυμώ]]». Ορισμένοι τή συνδέουν με το αρμ. <i>gelĵ</i> «[[επιθυμία]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ĵelĵ</i>, με [[ανομοίωση]]). Οπωσδήποτε, παραμένει σκοτεινή η [[προέλευση]] του αρχικού φθόγγου <i>ε</i>- της αρχ. ελλ. Ως α' συνθετικό εμφανίζεται με τη [[μορφή]] <i>εθελο</i>- και τις σημασίες «[[εκούσιος]]» και «προσποιούμενος». Για τη σημασιολογική [[σχέση]] του [[εθέλω]] με το [[βούλομαι]], <b>βλ.</b> το τελευταίο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εθελοντής]], <i>εθελοντ</i>(<i>ε</i>)<i>ί</i>, [[εθελούσιος]], [[θέλημα]], [[θέληση]], [[θελητής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<i>ε</i>)[[θελημός]], [[εθελήμων]], [[εθελοντήρ]], <i>εθελόντως</i>, [[θέλεος]], [[θελήμη]], [[θελημοσύνη]], [[θελητός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[εθελοδουλεία]], [[εθελόδουλος]], <i>εθελοδούλως</i>, [[εθελοκακία]], [[εθελόκακος]], [[εθελοκακώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εθελακρίβεια]], [[εθελακριβής]], [[εθελάστειος]], [[εθέλεχθρος]], [[εθελεχθρώ]], <i>εθελέχθρως</i>, <i>εθελήσυχος</i>, <i>εθελοακρότης</i>, <i>εθελοβλέπω</i>, <i>εθελοβοηθώ</i>, <i>εθελοδιδάσκαλος</i>, [[εθελοδικαιοσύνη]], <i>εθελοδόκησις</i>, <i>εθελοδοξία</i>, [[εθελοδουλώ]], [[εθελοευλάβεια]], <i>εθελοθρησκεία</i>, <i>εθελοθρησκευτικός</i>, <i>εθελοθρησκεύω</i>, [[εθελοκάκησις]], <i>εθελοκάκως</i>, <i>εθελόκαλος</i>, <i>εθελοκίνδυνος</i>, <i>εθελοκινδύνως</i>, <i>εθελοκωφία</i>, <i>εθελόκωφος</i>, <i>εθελοπερισσοθρησκεία</i>, [[εθελοπονία]], [[εθελόπονος]], [[εθελόπορνος]], [[εθελοπρόξενος]], <i>εθελοσέβεια</i>, [[εθελοσοφία]], [[εθελόσοφος]], [[εθελόσυχνος]], <i>εθελοταπεινοφροσύνη</i>, [[εθελουργία]], [[εθελουργός]], [[εθελουργώ]], <i>εθελουργώς</i>, <i>εθελοφιλόσοφος</i><br />(αρχ. -μσν.) [[εθελοκωφώ]], <i>εθελότρεπτος</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>εθελοθρησκώ</i>, <i>εθελόθυτος</i>, <i>εθελοκακούργος</i>, [[εθελόρμητος]], [[εθελοσφαγούμαι]], <i>εθελοψυχώ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εθελαπάτη]], [[εθελοδουλεύω]], [[εθελοθυσία]]. [[εθελοκωφεύω]], [[εθελότυφλος]], [[εθελοτυφλώ]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>συν</i>(<i>ε</i>-) [[θέλω]], [[κακοθέλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καλοθέλω]], <i>ματαθέλω</i>, <i>μισοθέλω</i>, <i>ξαναθέλω</i>, <i>παραθέλω</i>, <i>πολυθέλω</i>].
|mltxt=(AM [[θέλω]] και [[ἐθέλω]])<br /><b>1.</b> έχω την [[επιθυμία]] ή την [[ανάγκη]] ή την [[πρόθεση]] να [[κάνω]] [[κάτι]] ή να πω [[κάτι]], [[επιθυμώ]] (α. «[[θέλω]] να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] πολύ, [[επιζητώ]] (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ' [[ἐθέλω]] [[δόμεναι]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απαιτώ]], [[αξιώνω]], [[διατάζω]] («θέλει καλά και σώνει» — απαιτεί)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιχειρώ]], [[προσπαθώ]], [[δοκιμάζω]], («θέλησε να μάς εξοντώσει, [[αλλά]] δεν το κατόρθωσε»)<br /><b>2.</b> συγκατατίθεμαι, [[δέχομαι]] («δεν θέλει να κουβεντιάσουμε»)<br /><b>3.</b> [[δέχομαι]] ως σύζυγο ή ως εραστή («αυτόν δεν τον θέλει η [[κόρη]] μου»)<br /><b>4.</b> μού αξίζει [[κάτι]], [[είμαι]] [[άξιος]] για [[κάτι]] («θέλει [[ξύλο]]»)<br /><b>5.</b> [[ζητώ]], [[γυρεύω]], [[ψάχνω]] («[[ποιόν]] θέλετε;»)<br /><b>6.</b> [[οφείλω]], [[χρωστώ]] («[[κάτι]] [[λίγα]] σού [[θέλω]] [[ακόμη]] και ξόφλησα»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «θέλεις δε θέλεις» ή «θέλεις και δε θέλεις» ή «[[είτε]] το θέλεις [[είτε]] όχι» ή «θέλοντας και μη» — με τη [[θέληση]] σου ή [[χωρίς]] αυτήν, εκουσίως ή ακουσίως<br />β) (για [[γυναίκα]]) «τά θέλει» — [[είναι]] πρόθυμη για ερωτοτροπίες<br />γ) «λίγο ήθελε ([[ακόμη]])» — [[παραλίγο]], λίγο έλειψε<br />δ) «το καλό που σού [[θέλω]]» — σε [[προειδοποιώ]] ή σε [[συμβουλεύω]]<br />ε) «[[θέλω]] να πω» — [[εννοώ]]<br />στ) «τί τά θέλεις» ή «τί τά θες, τί τά γυρεύεις» — όπως κι αν έχει το [[πράγμα]], [[ούτως]] ή [[άλλως]]<br />ζ) «δεν το ήθελα» — έγινε [[χωρίς]] τη [[θέληση]] μου<br />η) «θέλεις... θέλεις» ή «θέλει... θέλει» — [[είτε]], [[είτε]] («θέλεις κάτσε, θέλεις φύγε»)<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> α) «όποιος δε θέλει να ζυμώσει [[πέντε]] μέρες κοσκινίζει» — γι' αυτούς που αναβάλλουν ή αποφεύγουν να κάνουν [[κάτι]], [[ιδίως]] κοπιαστικό<br />β) «[[ποιός]] [[στραβός]] δε θέλει το φως του» — όλοι επιθυμούν τα ωφέλιμα<br />γ) «το καλό που μέ θέλεις να το 'χεις» — γι' αυτούς που υποκρίνονται ότι επιζητούν το [[συμφέρον]] κάποιου, ενώ συμβαίνει το αντίθετο<br />δ) «πε του, πε του το [[κοπέλι]], κάνει την [[κυρά]] και θέλει» — με την [[επιμονή]] κερδίζεις αυτήν που αγαπάς<br />ε) «θέλει τριανταεννιά να το κάμει [[γρόσι]]» — γι' αυτούς που στερούνται τα αναγκαία και αισιοδοξούν<br />στ) «να [[βάνω]] [[θέλω]] [[φούντα]] στα [[παλιά]] μου τα τσαρούχια» — για ουτοπικές προθέσεις ή σχέδια<br />ζ) «ως θέλεις τα δε γίνονται, θέλε τα κι ως γίνονται» — [[πρέπει]] να συμβιβάζεται [[κάποιος]] με τις καταστάσεις, [[ακόμη]] και όταν δεν γίνονται αυτά που επιθυμεί<br />η) «ήθελα να 'χω τά 'θελα και τά 'χω να μην έχω» — γι' αυτούς που επιζητούν [[κάτι]] και, όταν το αποκτήσουν, δεν το επιθυμούν πια<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ζητώ]] [[κάτι]] από τη [[φύση]] μου, έχω [[ανάγκη]] («η [[γλάστρα]] θέλει [[πότισμα]]»)<br /><b>2.</b> έχω [[έλλειψη]] από [[κάτι]], [[χρειάζομαι]] («[[θέλω]] [[ακόμη]] χίλιες δραχμές»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «θε να» — θα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σε δυνητική [[χρήση]], [[θέλω]] με [[απαρέμφατο]] για [[δήλωση]] του μέλλοντος) πρόκειται να... («εἰ ὦν ἐθελήσει ἐκτρέψαι το [[ῥέεθρον]] ὁ [[Νεῖλος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτρέπω]] («ἐθελήσεις τί μοι οὖν, ὦ [[πάτερ]], ἤν σοῦ τι δεηθῶ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) [[δύναμαι]], [[μπορώ]] («[[μένος]] καὶ χεῖρας Ἀχαιῶν μίμνειν οὐκ ἐθέλεσκον [[ἐναντίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] εκ φύσεως [[τέτοιος]] ώστε..., [[συνηθίζω]] να («αἱ πλευραὶ οὐκ ἐθέλουσι εἰς τὸ εὐρὺ αὔξεσθαι», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[ισχυρίζομαι]], [[υποστηρίζω]] («αυτοί δέ Ἀρκάδες ἐθέλουσιν [[εἶναι]] τῶν ὁμοῡ Τηλέφῳ διαβάντων εἰς τὴν Ἀσίαν», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τί ἐθέλει λέγειν» ή «τί ἐθέλει» — τί θέλει να πει, τί σημαίνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[εθέλω]] με σίγηση του προτονικού φωνήεντος ήδη στους αρχ. χρόνους. Στη νέα ελλ. έχουν επιβιώσει, [[ωστόσο]], αρκετά παράγωγα και [[σύνθετα]] με το θ. <i>εθελ</i>-. Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[φαλίζει]]<br /><i>θέλει</i> επιτρέπει την [[υπόθεση]] ότι ο [[αρχικός]] [[φθόγγος]] της άγνωστης ΙΕ ρίζας θα [[πρέπει]] να ήταν χειλοϋπερωικό <i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>- και [[μαζί]] τη [[σύνθεση]] της λ. με το αρχ. σλαβ. <i>želej</i>-, <i>žel</i><i>ě</i><i>ti</i> «[[επιθυμώ]]». Ορισμένοι τή συνδέουν με το αρμ. <i>gelĵ</i> «[[επιθυμία]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ĵelĵ</i>, με [[ανομοίωση]]). Οπωσδήποτε, παραμένει σκοτεινή η [[προέλευση]] του αρχικού φθόγγου <i>ε</i>- της αρχ. ελλ. Ως α' συνθετικό εμφανίζεται με τη [[μορφή]] <i>εθελο</i>- και τις σημασίες «[[εκούσιος]]» και «προσποιούμενος». Για τη σημασιολογική [[σχέση]] του [[εθέλω]] με το [[βούλομαι]], <b>βλ.</b> το τελευταίο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εθελοντής]], <i>εθελοντ</i>(<i>ε</i>)<i>ί</i>, [[εθελούσιος]], [[θέλημα]], [[θέληση]], [[θελητής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<i>ε</i>)[[θελημός]], [[εθελήμων]], [[εθελοντήρ]], <i>εθελόντως</i>, [[θέλεος]], [[θελήμη]], [[θελημοσύνη]], [[θελητός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[εθελοδουλεία]], [[εθελόδουλος]], <i>εθελοδούλως</i>, [[εθελοκακία]], [[εθελόκακος]], [[εθελοκακώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εθελακρίβεια]], [[εθελακριβής]], [[εθελάστειος]], [[εθέλεχθρος]], [[εθελεχθρώ]], <i>εθελέχθρως</i>, <i>εθελήσυχος</i>, <i>εθελοακρότης</i>, <i>εθελοβλέπω</i>, <i>εθελοβοηθώ</i>, <i>εθελοδιδάσκαλος</i>, [[εθελοδικαιοσύνη]], <i>εθελοδόκησις</i>, <i>εθελοδοξία</i>, [[εθελοδουλώ]], [[εθελοευλάβεια]], <i>εθελοθρησκεία</i>, <i>εθελοθρησκευτικός</i>, <i>εθελοθρησκεύω</i>, [[εθελοκάκησις]], <i>εθελοκάκως</i>, <i>εθελόκαλος</i>, <i>εθελοκίνδυνος</i>, <i>εθελοκινδύνως</i>, <i>εθελοκωφία</i>, <i>εθελόκωφος</i>, <i>εθελοπερισσοθρησκεία</i>, [[εθελοπονία]], [[εθελόπονος]], [[εθελόπορνος]], [[εθελοπρόξενος]], <i>εθελοσέβεια</i>, [[εθελοσοφία]], [[εθελόσοφος]], [[εθελόσυχνος]], <i>εθελοταπεινοφροσύνη</i>, [[εθελουργία]], [[εθελουργός]], [[εθελουργώ]], <i>εθελουργώς</i>, <i>εθελοφιλόσοφος</i><br />(αρχ. -μσν.) [[εθελοκωφώ]], <i>εθελότρεπτος</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>εθελοθρησκώ</i>, <i>εθελόθυτος</i>, <i>εθελοκακούργος</i>, [[εθελόρμητος]], [[εθελοσφαγούμαι]], <i>εθελοψυχώ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εθελαπάτη]], [[εθελοδουλεύω]], [[εθελοθυσία]]. [[εθελοκωφεύω]], [[εθελότυφλος]], [[εθελοτυφλώ]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>συν</i>(<i>ε</i>-) [[θέλω]], [[κακοθέλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καλοθέλω]], <i>ματαθέλω</i>, <i>μισοθέλω</i>, <i>ξαναθέλω</i>, <i>παραθέλω</i>, <i>πολυθέλω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θέλω:''' μέλ. <i>θελήσω</i>· [[σύντομος]] [[τύπος]] του [[ἐθέλω]], βλ. αυτ.
}}
}}