Anonymous

προσπάσχω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[συμπάσχω]], [[συμπονώ]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] εντελώς αφοσιωμένος σε κάποιον ή [[νιώθω]] σφοδρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]] («ταῑς [[κατά]] θάλασσαν ἐργασίαις προσπάσχειν», Δικαίαρχ. Γεωργ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποφέρω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] («μείζω τῶν προτέρων προσπάσχειν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> συγκινούμαι επί [[πλέον]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[συμπάσχω]], [[συμπονώ]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] εντελώς αφοσιωμένος σε κάποιον ή [[νιώθω]] σφοδρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]] («ταῑς [[κατά]] θάλασσαν ἐργασίαις προσπάσχειν», Δικαίαρχ. Γεωργ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποφέρω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] («μείζω τῶν προτέρων προσπάσχειν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> συγκινούμαι επί [[πλέον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσπάσχω:'''<b class="num">I.</b> έχω κάποιο πρόσθετο ή ιδιαίτερο [[ψυχικό]] [[πάθος]], [[αίσθημα]], σε Πλάτ.· <i>τινί</i>, για [[κάτι]], σε Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[νιώθω]] παράφορη [[αγάπη]], σε Ισοκρ.
}}
}}