Anonymous

δινωτός: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δινωτός]], -ή, -όν (Α) [[δίνος]]<br /><b>1.</b> ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος<br /><b>2.</b> σκεπασμένος [[γύρω]] [[γύρω]]<br /><b>3.</b> [[περιστροφικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[δίνος]], εφόσον το ρ. [[δινώ]] (-<i>όω</i>), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. [[δινωτός]] συνδέθηκε με μυκηναϊκούς τ. <i>qeqinomeno</i>, <i>qeqinoto</i>, που όμως δημιουργούν προβλήματα και φωνολογικά και σημασιολογικά (αναφέρονται στην [[κατεργασία]] του ελεφαντόδοντου) λόγω του αρχικού χειλοϋπερωικού συμφώνου (<b>[[πρβλ]].</b> και [[βινέω]])].
|mltxt=[[δινωτός]], -ή, -όν (Α) [[δίνος]]<br /><b>1.</b> ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος<br /><b>2.</b> σκεπασμένος [[γύρω]] [[γύρω]]<br /><b>3.</b> [[περιστροφικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[δίνος]], εφόσον το ρ. [[δινώ]] (-<i>όω</i>), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. [[δινωτός]] συνδέθηκε με μυκηναϊκούς τ. <i>qeqinomeno</i>, <i>qeqinoto</i>, που όμως δημιουργούν προβλήματα και φωνολογικά και σημασιολογικά (αναφέρονται στην [[κατεργασία]] του ελεφαντόδοντου) λόγω του αρχικού χειλοϋπερωικού συμφώνου (<b>[[πρβλ]].</b> και [[βινέω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δῑνωτός:''' -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από [[δινόω]]), [[τορνευτός]], [[στρογγυλός]], σε Όμηρ.· <i>νώροπι χαλκῷ δινωτήν</i> (ενν. <i>ἀσπίδα</i>), καλυμμένη κυκλικά από χάλκινες πλάκες, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}