καταγυμνάζω: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταγυμνάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γυμνάζω]] πολύ, [[εξασκώ]] αδιάκοπα («τὰ δὲ δὴ σώματα... καταγυμνάζομεν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταγυμνάζομαι</i><br />[[σπαταλώ]] σε γυμναστικούς αγώνες.
|mltxt=[[καταγυμνάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γυμνάζω]] πολύ, [[εξασκώ]] αδιάκοπα («τὰ δὲ δὴ σώματα... καταγυμνάζομεν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταγυμνάζομαι</i><br />[[σπαταλώ]] σε γυμναστικούς αγώνες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταγυμνάζω:''' [[γυμνάζω]] [[πολύ]], [[πειθαρχώ]] μέσω των γυμνασμάτων, σε Λουκ.
}}
}}