Anonymous

ἐνύπνιον: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐνύπνιον]])<br />όνειρο («τί δῆτά μοι κακὸν γενήσεται ἰδόντι τοιοῡτον [[ἐνύπνιον]]», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=το (AM [[ἐνύπνιον]])<br />όνειρο («τί δῆτά μοι κακὸν γενήσεται ἰδόντι τοιοῡτον [[ἐνύπνιον]]», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνύπνιον:''' τό ([[ὕπνος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτό που βλέπεται στον ύπνο, [[ἐνύπνιον]] ἦλθεν [[ὄνειρος]], όνειρο ή όραμα ήρθε κατά τη [[διάρκεια]] του ύπνου, σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου ως επίρρ., [[ἐνύπνιον]] ἑστιᾶσθαι, [[φαγοπότι]] με το Βαρμηχίδη (από τις «Χίλιες και μια νύχτες»), δηλ. [[φαγοπότι]] που φαίνεται [[ωραίο]] [[αλλά]] τελικά δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες, είναι απατηλό και ψεύτικο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], το όνειρο, σε Ηρόδ., Αττ.
}}
}}