Anonymous

ὀργιάζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὀργιάζω]]) [[όργια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ζω έκλυτο βίο, [[κάνω]] ανήθικες πράξεις<br /><b>2.</b> [[κάνω]] παράνομες πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τελώ]] θρησκευτικά όργια («θυσίαις καὶ πομπαῑς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τιμώ]] ή [[λατρεύω]] κάποιον με όργια<br /><b>3.</b> [[εισάγω]] κάποιον στη [[γνώση]] τών οργίων.
|mltxt=(Α [[ὀργιάζω]]) [[όργια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ζω έκλυτο βίο, [[κάνω]] ανήθικες πράξεις<br /><b>2.</b> [[κάνω]] παράνομες πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τελώ]] θρησκευτικά όργια («θυσίαις καὶ πομπαῑς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τιμώ]] ή [[λατρεύω]] κάποιον με όργια<br /><b>3.</b> [[εισάγω]] κάποιον στη [[γνώση]] τών οργίων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀργιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[εορτάζω]],<br /><b class="num">I.</b> [[τελώ]] ιερουργίες, σε Ευρ.· με σύστ. αντ., [[ὀργιάζω]] τελετήν, [[ὄργια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[τιμώ]] ή [[λατρεύω]] μια [[θεότητα]] μέσω τελετουργικών ιεροπραξιών, σε Στράβ.
}}
}}