Anonymous

ἀτηρός: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτηρός]], -ά, -όν (Α)<br />Ι. 1. αυτός που έχει τυφλωθεί από την άτη, που ωθείται στην [[καταστροφή]]<br /><b>2.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «τὸ ἀτηρόν» — [[καταστροφή]], [[συμφορά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀτηρῶς</i><br />τρομερά, υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>άτη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λυπηρός]] <span style="color: red;"><</span> [[λύπη]], [[οδυνηρός]] <span style="color: red;"><</span> [[οδύνη]], [[τολμηρός]] <span style="color: red;"><</span> [[τόλμη]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀτηρός]], -ά, -όν (Α)<br />Ι. 1. αυτός που έχει τυφλωθεί από την άτη, που ωθείται στην [[καταστροφή]]<br /><b>2.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «τὸ ἀτηρόν» — [[καταστροφή]], [[συμφορά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀτηρῶς</i><br />τρομερά, υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>άτη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λυπηρός]] <span style="color: red;"><</span> [[λύπη]], [[οδυνηρός]] <span style="color: red;"><</span> [[οδύνη]], [[τολμηρός]] <span style="color: red;"><</span> [[τόλμη]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτηρός:''' [ᾱ], -ά, -όν,<br /><b class="num">I.</b> τυφλωμένος από την [[ἄτη]], ωθούμενος στην [[καταστροφή]], σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> [[ολέθριος]], [[καταστροφικός]], [[βλαβερός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>τὸἀτηρόν</i>, όλεθρος, [[συμφορά]], [[καταστροφή]], σε Αισχύλ.· ἀτηρότατον [[κακόν]], σε Αριστοφ.
}}
}}