Anonymous

πλουτίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πλούτος]]<br />[[κάνω]] κάποιον πλούσιο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γίνομαι]] [[πλούσιος]], [[πλουταίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>πλουτίζομαι</i><br />[[αποκτώ]] πλούτο, [[γίνομαι]] [[πλούσιος]].
|mltxt=ΝΜΑ [[πλούτος]]<br />[[κάνω]] κάποιον πλούσιο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γίνομαι]] [[πλούσιος]], [[πλουταίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>πλουτίζομαι</i><br />[[αποκτώ]] πλούτο, [[γίνομαι]] [[πλούσιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλουτίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[πλοῦτος]]), κάνω κάποιον πλούσιο, [[πλουτίζω]], σε Αισχύλ., Ξεν.· ειρωνικά, [[πλουτίζω]] τινὰ ἄταις, σε Αισχύλ. — Παθ. [[Ἅιδης]] γόοι πλουτίζεται, σε Σοφ.· [[πλουτίζω]] ἀπὸ βοσκημάτων, <i>ἐκ τῆς πόλεως</i>, [[κερδίζω]] τα πλούτη μου από..., σε Ξεν.
}}
}}