Anonymous

συνεκπέμπω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐκπέμπω]]<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]], [[διώχνω]] συγχρόνως («τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να δραπετεύσει («συνεκπεμφθεὶς ὑπ' αὐτῆς ἀπέδρα [[μετὰ]] τῶν [[φίλων]] καὶ διέφυγε πρὸς Μάριον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με πράγματα) [[εκβάλλω]], [[απορρίπτω]] συγχρόνως<br /><b>4.</b> <b>(ειδ.)</b> [[εκστομίζω]].
|mltxt=Α [[ἐκπέμπω]]<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]], [[διώχνω]] συγχρόνως («τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να δραπετεύσει («συνεκπεμφθεὶς ὑπ' αὐτῆς ἀπέδρα [[μετὰ]] τῶν [[φίλων]] καὶ διέφυγε πρὸς Μάριον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με πράγματα) [[εκβάλλω]], [[απορρίπτω]] συγχρόνως<br /><b>4.</b> <b>(ειδ.)</b> [[εκστομίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεκπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αποστέλλω]] από κοινού, σε Ξεν.
}}
}}