Anonymous

ἐνθυμιστός: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνθυμιστός]], -ή, -όν (Α) [[ενθυμίζω]]<br />ενθύμιος, αυτός που βρίσκεται ως [[βάρος]], ως [[τύψη]] στην [[ψυχή]], που τον παίρνει [[κανείς]] [[κατάκαρδα]].
|mltxt=[[ἐνθυμιστός]], -ή, -όν (Α) [[ενθυμίζω]]<br />ενθύμιος, αυτός που βρίσκεται ως [[βάρος]], ως [[τύψη]] στην [[ψυχή]], που τον παίρνει [[κανείς]] [[κατάκαρδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθῡμιστός:''' -ή, -όν = [[ἐνθύμιος]], αυτός που παίρνεται [[κατάκαρδα]], σε Ηρόδ.
}}
}}