Anonymous

νεότευκτος: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[νεότευκτος]], -ον)<br />αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, [[νεόκτιστος]], [[νεόδμητος]], καινουργιοφτειαγμένος (α. «νεότευκτο [[σπίτι]]» β. «κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο σμερδαλέον κονάβη σε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τευκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ποικιλό</i>-<i>τευκτος χρυσό</i>-<i>τευκτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[νεότευκτος]], -ον)<br />αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, [[νεόκτιστος]], [[νεόδμητος]], καινουργιοφτειαγμένος (α. «νεότευκτο [[σπίτι]]» β. «κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο σμερδαλέον κονάβη σε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τευκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ποικιλό</i>-<i>τευκτος χρυσό</i>-<i>τευκτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεότευκτος:''' -ον, πρόσφατα κατεργασμένος, [[μόλις]] κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}