Anonymous

παραδειγματίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[παράδειγμα]]<br /><b>1.</b> [[προβάλλω]] [[κάτι]] προηγούμενο ως [[παράδειγμα]] («λαβὲ πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς τοῡ λαοῡ καὶ παραδειγμάτισον αὐτοῡς κυρίῳ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] κατανοητό με [[παράδειγμα]], [[καταδεικνύω]] [[κάτι]] με [[παράδειγμα]]<br /><b>3.</b> [[διδάσκω]] κάποιον δίνοντάς του [[παράδειγμα]] («η [[τιμωρία]] παραδειγματίζει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τιμωρώ]] κάποιον για να σωφρονίσω και τους άλλους<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παραδειγματίζομαι</i><br />διδάσκομαι από το [[παράδειγμα]], το [[πάθημα]] ή την [[τιμωρία]] κάποιου άλλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αποδεικνύω]] [[κάτι]] με [[παράδειγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκθέτω]] κάποιον σε [[κοινή]] θέα για παραδειγματισμό τών άλλων, [[διαπομπεύω]].
|mltxt=ΝΑ [[παράδειγμα]]<br /><b>1.</b> [[προβάλλω]] [[κάτι]] προηγούμενο ως [[παράδειγμα]] («λαβὲ πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς τοῡ λαοῡ καὶ παραδειγμάτισον αὐτοῡς κυρίῳ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] κατανοητό με [[παράδειγμα]], [[καταδεικνύω]] [[κάτι]] με [[παράδειγμα]]<br /><b>3.</b> [[διδάσκω]] κάποιον δίνοντάς του [[παράδειγμα]] («η [[τιμωρία]] παραδειγματίζει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τιμωρώ]] κάποιον για να σωφρονίσω και τους άλλους<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παραδειγματίζομαι</i><br />διδάσκομαι από το [[παράδειγμα]], το [[πάθημα]] ή την [[τιμωρία]] κάποιου άλλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αποδεικνύω]] [[κάτι]] με [[παράδειγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκθέτω]] κάποιον σε [[κοινή]] θέα για παραδειγματισμό τών άλλων, [[διαπομπεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραδειγμᾰτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διδάσκω]] με το [[παράδειγμα]] κάποιου, [[προβάλλω]] ως [[παράδειγμα]], με αιτ., σε Πολύβ., Κ.Δ.
}}
}}