3,274,246
edits
(31) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[θέτω]], [[τοποθετώ]] [[κοντά]] ή [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[παραθέτω]], [[προσφέρω]], [[σερβίρω]] [[φαγητό]] (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ.<br />β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[μπροστά]] μου ή [[κοντά]] μου, [[δίνω]] [[εντολή]] να τοποθετήσουν [[κοντά]] μου [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. της μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ παρατιθέντες</i><br />αυτοί που παρέθεταν τα φαγητά στο [[τραπέζι]], οι σερβιτόροι<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ παρατιθέμενα</i><br />τα προσφερόμενα φαγητά<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[θέτω]] ή [[δίνω]] [[εντολή]] να παρατεθεί [[τροφή]] [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> [[εναποθέτω]] [[τροφή]] [[πάνω]] στον τάφο ενός νεκρού («τῷ νεκρῷ πάντων παρτιθεῑ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προσφέρω]], [[παρέχω]], [[δίνω]]<br /><b>7.</b> (για [[μητέρα]]) [[παρέχω]] τον μαστό για θηλασμό<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> [[δίνω]] όνομα σε [[χωριό]] ή [[τοποθεσία]] («[[οὗτος]] ἦν ὁ τῷ χωρίῳ τὸ [[ὄνομα]] παραθέμένος Κελεάς», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> [[εκθέτω]] αντικείμενα για [[πούλημα]]<br /><b>10.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («στεφάνους παρέθηκε καρήατι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[προβάλλω]], [[παρέχω]] εξηγήσεις [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>12.</b> [[αναφέρω]], [[παρουσιάζω]] («[[ἄλλην]] παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῑς», ΚΔ)<br /><b>13.</b> <b>μέσ.</b> [[φέρω]] ή [[αναφέρω]] [[κάτι]] για [[υποστήριξη]] ή ως [[μαρτυρία]] («διὰ ταῡτα καὶ τὸν μῡθον παρεθέμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>14.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[αναφέρω]], [[μνημονεύω]] («παρατίθεσθαι ἔννοιαν τινος», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>15.</b> [[αναφέρω]] [[περίπτωση]], [[παράδειγμα]]<br /><b>16.</b> <b>πάπ.</b> [[συνιστώ]] με συστατική [[επιστολή]]<br /><b>17.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[δίπλα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁμοῡ λύπας ἡδοναῑς παρατιθέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>18.</b> [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]] για να βρω ομοιότητες ή διαφορές («τοῡτον μὲν οὖν ἐπίτηδες ἐκείνῷ παρεθήκαμεν», <b>Πλούτ.</b>)19. <b>μέσ.</b> [[καταθέτω]], [[εμπιστεύομαι]] σε κάποιον [[καθετί]] που μού ανήκει, [[καταθέτω]] για [[φύλαξη]] («τούτου τοῡ παραθεμένου τὰ χρήματα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>20.</b> <b>μέσ.</b> [[παραδίνω]] κάποιον στη [[φροντίδα]] άλλου («παρατίθεσθαί τινι ὀρφανόν», Αρρ.)<br /><b>21.</b> <b>μέσ.</b> [[εναποθέτω]], [[παραδίνω]] («[[πάτερ]], εἰς χεῑράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῡμὰ μου», ΚΔ)<br /><b>22.</b> <b>μέσ.</b> [[αποτολμώ]], [[διακινδυνεύω]], [[εκθέτω]] σε κίνδυνο («σφᾱς γὰρ παρθέμενοι [[κεφαλάς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>23.</b> <b>μέσ.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] για κάποιο σκοπό, [[εφαρμόζω]] [[κάτι]] με δική μου [[πρωτοβουλία]] για κάποιο σκοπό («τὴν ὄψιν παρατιθέμενος ἐν τῷ διανοεῑσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>24.</b> <b>φρ.</b><br />α) «οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι» — αυτοί που τρέφονταν φτωχικά, με ελάχιστη [[δαπάνη]]<br />β) «παρατίθεμαι ἐκδόσεις» — [[παραθέτω]], [[αναφέρω]] τις εκδόσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τίθημι]] «[[τοποθετώ]]»]. | |mltxt=δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[θέτω]], [[τοποθετώ]] [[κοντά]] ή [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[παραθέτω]], [[προσφέρω]], [[σερβίρω]] [[φαγητό]] (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ.<br />β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[μπροστά]] μου ή [[κοντά]] μου, [[δίνω]] [[εντολή]] να τοποθετήσουν [[κοντά]] μου [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. της μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ παρατιθέντες</i><br />αυτοί που παρέθεταν τα φαγητά στο [[τραπέζι]], οι σερβιτόροι<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ παρατιθέμενα</i><br />τα προσφερόμενα φαγητά<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[θέτω]] ή [[δίνω]] [[εντολή]] να παρατεθεί [[τροφή]] [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> [[εναποθέτω]] [[τροφή]] [[πάνω]] στον τάφο ενός νεκρού («τῷ νεκρῷ πάντων παρτιθεῑ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προσφέρω]], [[παρέχω]], [[δίνω]]<br /><b>7.</b> (για [[μητέρα]]) [[παρέχω]] τον μαστό για θηλασμό<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> [[δίνω]] όνομα σε [[χωριό]] ή [[τοποθεσία]] («[[οὗτος]] ἦν ὁ τῷ χωρίῳ τὸ [[ὄνομα]] παραθέμένος Κελεάς», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> [[εκθέτω]] αντικείμενα για [[πούλημα]]<br /><b>10.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («στεφάνους παρέθηκε καρήατι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[προβάλλω]], [[παρέχω]] εξηγήσεις [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>12.</b> [[αναφέρω]], [[παρουσιάζω]] («[[ἄλλην]] παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῑς», ΚΔ)<br /><b>13.</b> <b>μέσ.</b> [[φέρω]] ή [[αναφέρω]] [[κάτι]] για [[υποστήριξη]] ή ως [[μαρτυρία]] («διὰ ταῡτα καὶ τὸν μῡθον παρεθέμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>14.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[αναφέρω]], [[μνημονεύω]] («παρατίθεσθαι ἔννοιαν τινος», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>15.</b> [[αναφέρω]] [[περίπτωση]], [[παράδειγμα]]<br /><b>16.</b> <b>πάπ.</b> [[συνιστώ]] με συστατική [[επιστολή]]<br /><b>17.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[δίπλα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁμοῡ λύπας ἡδοναῑς παρατιθέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>18.</b> [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]] για να βρω ομοιότητες ή διαφορές («τοῡτον μὲν οὖν ἐπίτηδες ἐκείνῷ παρεθήκαμεν», <b>Πλούτ.</b>)19. <b>μέσ.</b> [[καταθέτω]], [[εμπιστεύομαι]] σε κάποιον [[καθετί]] που μού ανήκει, [[καταθέτω]] για [[φύλαξη]] («τούτου τοῡ παραθεμένου τὰ χρήματα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>20.</b> <b>μέσ.</b> [[παραδίνω]] κάποιον στη [[φροντίδα]] άλλου («παρατίθεσθαί τινι ὀρφανόν», Αρρ.)<br /><b>21.</b> <b>μέσ.</b> [[εναποθέτω]], [[παραδίνω]] («[[πάτερ]], εἰς χεῑράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῡμὰ μου», ΚΔ)<br /><b>22.</b> <b>μέσ.</b> [[αποτολμώ]], [[διακινδυνεύω]], [[εκθέτω]] σε κίνδυνο («σφᾱς γὰρ παρθέμενοι [[κεφαλάς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>23.</b> <b>μέσ.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] για κάποιο σκοπό, [[εφαρμόζω]] [[κάτι]] με δική μου [[πρωτοβουλία]] για κάποιο σκοπό («τὴν ὄψιν παρατιθέμενος ἐν τῷ διανοεῑσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>24.</b> <b>φρ.</b><br />α) «οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι» — αυτοί που τρέφονταν φτωχικά, με ελάχιστη [[δαπάνη]]<br />β) «παρατίθεμαι ἐκδόσεις» — [[παραθέτω]], [[αναφέρω]] τις εκδόσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τίθημι]] «[[τοποθετώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρατίθημι:''' ποιητ. παρ-[[τίθημι]]· βʹ και γʹ ενικ. -[[τιθεῖς]], -[[τιθεῖ]]· παρατ. <i>-ετίθεις</i>, <i>-ετίθει</i>, αόρ. αʹ Ενεργ. [[παρέθηκα]], παρακ. <i>παρατέθεικα</i> — Μέσ., αόρ. βʹ <i>παρεθέμην</i>, Επικ. μτχ. [[παρθέμενος]]· στους Αττ. [[παράκειμαι]], γενικά λειτουργεί ως Παθ.·<br /><b class="num">Α. 1.</b> [[τοποθετώ]] δίπλα, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· λέγεται για γεύματα, [[παραθέτω]], [[σερβίρω]], <i>τί τινι</i>, σε Όμηρ.· <i>οἱ παραθέντες</i>, αυτοί που προσφέρουν το [[γεύμα]], σε Ξεν. — Παθ., τὰ παρατιθέμενα φαγητά που σερβίρονται [[μπροστά]] σε κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[προσφέρω]], [[παρέχω]], σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[τοποθετώ]] [[ψηλά]], στεφάνους παρέθηκε [[καρήατι]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">4.</b> [[προβάλλω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[εξηγώ]], <i>τί τινι</i>, σε Ξεν., Κ.Δ.<br /><b class="num">5.</b> [[συγκρίνω]], <i>τί τινι</i>, σε Πλούτ. <b>Β.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[τοποθετώ]] [[μπροστά]] μου, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφήνω]] ό,τι μου ανήκει στα χέρια άλλου, [[παραδίδω]] στη [[φροντίδα]] κάποιου, [[εμπιστεύομαι]], [[εναποθέτω]], σε Ηρόδ., Ξεν.· <i>τι εἴς τινα</i> ή <i>τινά τινι</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> [[διακινδυνεύω]], [[στοιχηματίζω]], [[ριψοκινδυνεύω]], <i>παρθέμενοι κεφαλάς</i>, <i>ψυχάς</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> [[εφαρμόζω]] [[κάτι]] για κάποιο σκοπό, <i>τι ἔν τινι</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |