Anonymous

ἦ: Difference between revisions

From LSJ
1,434 bytes added ,  30 December 2018
4
(strοng)
(4)
Line 33: Line 33:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=an adverb of [[confirmation]]; [[perhaps]] intensive of ἤ; used [[only]] (in the New Testament) [[before]] [[μέν]]; [[assuredly]]: [[surely]].
|strgr=an adverb of [[confirmation]]; [[perhaps]] intensive of ἤ; used [[only]] (in the New Testament) [[before]] [[μέν]]; [[assuredly]]: [[surely]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἦ:''' επίρρ. με [[δύο]] κύριες σημασίες, βεβαιωτική και ερωτηματική.<br /><b class="num">I.</b> ΒΕΒΑΙΩΤΙΚΟ· Για να επιβεβαιώσει έναν ισχυρισμό· αληθινά, [[βεβαίως]], με [[ασφάλεια]], [[πράγματι]], τω όντι, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[συχνά]] επιτεταμ. συνοδευμένο από άλλα μόρια, όπως: ἦ [[ἄρα]], <i>ἦ δή</i>, ἦ [[δή που]], ἦ [[μάλα]], κ.λπ.· χρησιμ. επίσης για να εκφράσει [[αμφιβολία]], [[ἦ που]]· ο πιο [[ισχυρός]] από τους συνδυασμούς αυτούς είναι το ἦ [[μήν]], Ιων. και Επικ. ἦ [[μέν]], ἦ [[μάν]], που χρησιμ. σε ισχυρές επιβεβαιώσεις και όρκους· <i>σύ μοι ὄμοσσον</i>, ἦ [[μέν]] μοι [[πρόφρων]] ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ· Σε ερωτημ. προτάσεις· Λατ. num? = [[παρακαλώ]]; δεν είναι έτσι; επίσης, <i>ἦ οὐκ...;</i>, Λατ. [[nonne]]? Συχνά προστίθενται σε αυτό τα μόρια· <i>ἦ</i>, <i>ἦ ἄρ</i>, <i>ἦ ῥα</i>, ἦ [[ἄρα]] δή, κ.λπ.
}}
}}