3,277,055
edits
(24) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεσαιπόλιος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεσοπόλιος]]. | |mltxt=[[μεσαιπόλιος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεσοπόλιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεσαιπόλιος:''' -ον, ποιητ. αντί [[μεσοπόλιος]], αυτός που τα μισά μαλλιά του είναι γκρίζα, αυτός που έχει ψαρά μαλλιά, δηλ. [[μεσήλικας]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |