3,277,241
edits
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μητρικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μητέρα]] (α. «μητρική [[στοργή]]» β. «μητρικό [[γάλα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «μητρική [[γλώσσα]]» — η πρώτη [[γλώσσα]] που μαθαίνει [[κανείς]] από τη βρεφική του [[ηλικία]], η [[γλώσσα]] του έθνους του<br />β) «μητρική γενεαλογική [[γραμμή]]» ή «μητρική συγγενική [[σειρά]]»<br />(κοινων.-ανθρωπολ.) η γενεαλογική [[γραμμή]] της οποίας όλα τα [[μέλη]] θεωρούνται απόγονοι μέσω της μητρογραμμικής καταγωγής κοινού προγόνου<br />γ) «μητρική [[εταιρεία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[εταιρεία]] από την οποία ιδρύεται μια [[άλλη]], εξαρτημένη [[εταιρεία]], και η οποία λέγεται θυγατρική<br />δ) «μητρική [[συμπεριφορά]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[τύπος]] ενστικτώδους προστατευτικής συμπεριφοράς<br />ε) «μητρικό [[ένστικτο]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[τάση]] συναισθηματικής προσκόλλησης της μητέρας στο [[παιδί]] της<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μητρικά νοσήματα» ή, [[απλώς]], «μητρικά» — οι παθήσεις της μήτρας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μήτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μητρικός]] [[τόπος]]» — [[περιοχή]] του ζωδιακού κύκλου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μητρικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ μητρικῶς)<br />με μητρικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>]. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μητρικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μητέρα]] (α. «μητρική [[στοργή]]» β. «μητρικό [[γάλα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «μητρική [[γλώσσα]]» — η πρώτη [[γλώσσα]] που μαθαίνει [[κανείς]] από τη βρεφική του [[ηλικία]], η [[γλώσσα]] του έθνους του<br />β) «μητρική γενεαλογική [[γραμμή]]» ή «μητρική συγγενική [[σειρά]]»<br />(κοινων.-ανθρωπολ.) η γενεαλογική [[γραμμή]] της οποίας όλα τα [[μέλη]] θεωρούνται απόγονοι μέσω της μητρογραμμικής καταγωγής κοινού προγόνου<br />γ) «μητρική [[εταιρεία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[εταιρεία]] από την οποία ιδρύεται μια [[άλλη]], εξαρτημένη [[εταιρεία]], και η οποία λέγεται θυγατρική<br />δ) «μητρική [[συμπεριφορά]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[τύπος]] ενστικτώδους προστατευτικής συμπεριφοράς<br />ε) «μητρικό [[ένστικτο]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[τάση]] συναισθηματικής προσκόλλησης της μητέρας στο [[παιδί]] της<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μητρικά νοσήματα» ή, [[απλώς]], «μητρικά» — οι παθήσεις της μήτρας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μήτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μητρικός]] [[τόπος]]» — [[περιοχή]] του ζωδιακού κύκλου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μητρικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ μητρικῶς)<br />με μητρικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μητρικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[μητέρα]], Λατ. [[maternus]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |