3,273,773
edits
(33) |
(6) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. [[πότις]], -ιδος, Α<br />αυτός που πίνει [[κρασί]] ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], [[μέθυσος]], [[μπεκρής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για λύχνο) αυτός που καταναλώνει πολύ [[λάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[πίνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>]. | |mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. [[πότις]], -ιδος, Α<br />αυτός που πίνει [[κρασί]] ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], [[μέθυσος]], [[μπεκρής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για λύχνο) αυτός που καταναλώνει πολύ [[λάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[πίνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πότης:''' -ου, ὁ, θηλ. [[πότις]] (√<i>ΠΟ</i> από κάποιους χρόνους του [[πίνω]]), [[πότης]], [[μέθυσος]], [[μπεκρής]]· μεταφ., [[πότης]] [[λύχνος]], μεθυσμένο [[λυχνάρι]], δηλ. αυτό που καταναλώνει [[πολύ]] [[λάδι]], σε Αριστοφ.· κωμ. υπερθ. [[ποτίστατος]], στον ίδ. | |||
}} | }} |