Anonymous

κωλῆ: Difference between revisions

From LSJ
244 bytes added ,  30 December 2018
5
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωλῆ]], και ασυναίρ. τ. [[κωλέα]], και διαλ. τ. [[κωλία]], ἡ (Α) [[κώλον]]<br /><b>1.</b> [[οστό]] μηρού [[μαζί]] με τη [[σάρκα]], [[μπούτι]], [[κυρίως]] χοίρου, [[χοιρομέρι]] («[[οἴμοι]] δὲ κωλῆς ἥν ἐγὼ κατήσθιον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[μερίδιο]] ιέρειας σε [[θυσία]]<br /><b>3.</b> το ανδρικό [[μόριο]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (ο ασυναίρ. τ.) [[κωλέα]]<br />«[[ἀγκαλίς]], [[δέσμη]] χόρτου».
|mltxt=[[κωλῆ]], και ασυναίρ. τ. [[κωλέα]], και διαλ. τ. [[κωλία]], ἡ (Α) [[κώλον]]<br /><b>1.</b> [[οστό]] μηρού [[μαζί]] με τη [[σάρκα]], [[μπούτι]], [[κυρίως]] χοίρου, [[χοιρομέρι]] («[[οἴμοι]] δὲ κωλῆς ἥν ἐγὼ κατήσθιον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[μερίδιο]] ιέρειας σε [[θυσία]]<br /><b>3.</b> το ανδρικό [[μόριο]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (ο ασυναίρ. τ.) [[κωλέα]]<br />«[[ἀγκαλίς]], [[δέσμη]] χόρτου».
}}
{{lsm
|lsmtext='''κωλῆ:''' ἡ ([[κῶλον]]), το [[οστό]] του μηρού μαζί με τη [[σάρκα]], [[γλουτός]], [[ιδίως]], λέγεται για το [[γουρούνι]], σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
}}